Της Καρίνας Βέρδη
Έτρεχε λαχανιασμένη να πάρει το παιδί απ’ το σχολείο. Η μέρα δεν τα χωρούσε όλα. Έπρεπε να ’χει σαράντα οχτώ ώρες. Οι δρόμοι είχαν αποκλειστεί απ’ την απεργία κι έτσι έκανε κύκλους μέχρι να βρει θέση παρκαρίσματος .
Εντελώς τυχαία έπεσε πάνω του. Στον άντρα που της είχε κλέψει τη μισή ζωή και τη μισή εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Αυτός ήταν φορτωμένος με πράγματα, χάρακες, τελάρα, ήταν καθηγητής στη Σχολή Καλών τεχνών.
Πλησίαζε. Δεν μπορούσε να τον αποφύγει. Το παιδί περίμενε. Αν καθυστερούσε και με τα πόδια πηγαίνοντας από άλλο δρόμο, θα έφευγαν οι συμμαθητές με τις μανάδες τους και θα ‘μενε μόνο. Οι φωνές των απεργών που πλησίαζαν όλο και δυνάμωναν. Στον αέρα άρχισε να μυρίζει κάτι σαν καμένο.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και συνέχισε, ώσπου διασταυρώθηκαν. Μια εσωτερική τρεμούλα αντικαταστάθηκε από μια εγρήγορση. Έφτασε απέναντί του.
Αυτός, πάντα με υπερβολική αυτοπεποίθηση, παρά την υπερφορτωμένη εικόνα του, την χαιρέτησε με ένα ανεξιχνίαστο μειδίαμα σαν της Τζοκόντα ,που παλιότερα θα την τρέλαινε.
Οι φωνές δυνάμωναν. Στον ουρανό έσκασε μια κροτίδα. Εκείνος για δύο δευτερόλεπτα φαίνεται να έχασε την κυριαρχία του και τού ‘πεσε μια τσάντα.
Από μέσα ξεπετάχτηκε ένα μπαλόνι με γεωμετρικά σχήματα, το οποίο πέταξε ψηλά, πριν προλάβει να αφήσει τα υπόλοιπα πράγματα και να το κυνηγήσει.
Τ βρήκε το χρόνο να αναπνεύσει με μια μεγάλη, μια τεράστια αναπνοή, που ξεπέρασε κι αυτόν, και το μειδίαμά του και το παρελθόν.
Τον προσπέρασε και πήγε γρήγορα στο παιδί που το ‘βλέπε σαν πολύχρωμο φάρο από μακριά να την περιμένει.
Αναδημοσίευση από το Ftactal Η ΓΕΩΜΕΤΡΙΑ ΤΩΝ ΙΔΕΩΝ