Το Θούριο ή Πράμαγα, όπως ονομαζόταν παλιότερα, είναι ένα μικρό χωριό της Βοιωτίας, το οποίο έχει 259 κατοίκους. Ανήκει στο Δήμο Χαιρωνείας. Απέχει 9χλμ. από την πόλη της Λιβαδειάς και 3χλμ. από την Χαιρώνεια. Έχει έκταση 9,5 τ.χ. και αριθμό κατοικιών 76 (απογραφή του 2001).
Φημίζεται για το πανηγύρι της Αγίας Τριάδας, το οποίο γίνεται το τριήμερο του Αγίου Πνεύματος.
Γεωγραφία
Γυμνό και τραχύ το βουνό Θούριο, με κατεύθυνση από τη δύση προς την ανατολή, χωρίζει τον κάμπο της Λιβαδειάς από την κοιλάδα της Χαιρώνειας. Κάτω από τους επιβλητικούς όγκους του Ελικώνα και του Παρνασσού έμεινε άσημο, ντροπαλό και ταπεινό, μα συναγωνίστηκε τους δυο γειτονικούς του κολοσσούς με επιτυχία, στο να συνδέσει το όνομα του με μυθικά και ιστορικά γεγονότα ισάξια σχεδόν εκείνων.
Μορφολογία
Σύμφωνα με τις πηγές, το Θούριο σκεπάζεται με «μεσοζωικό σχηματισμό». Εξηγείται έτσι με επιστημονικό τρόπο το πως παρουσιάστηκαν απολιθωμένα κέρατα, με τα οποία είναι γεμάτες οι ρεματιές του Θούριου. Κατά τους ειδικούς, ο μεσοζωικός αυτός σχηματισμός, μια διάπλαση από στρώματα του φλοιού της γης, που ανήκει στον «μεσοζωικό» αιώνα, τον προτελευταίο από τους πέντε μακρούς γεωλογικούς αιώνες της ιστορίας του φλοιού της γης. Είναι ο «μεσοζωικός» αυτός αιώνας μια από τις περιόδους του σχηματισμού του φλοιού της γης, που απέχει πολλά εκατομμύρια χρόνια από μας και φέρνει στα στρώματα του χαρακτηριστικά θαλασσογενή αποθέματα. Τα θαλασσογενή αυτά αποθέματα οφείλονται στις συχνές κινήσεις της λιθόσφαιρας, που δημιουργούσαν στα πολύ μακρινά εκείνα χρόνια διαδοχικές προελάσεις και υποχωρήσεις των θαλασσών. Στα θαλασσογενή, λοιπόν, αυτά αποθέματα υπάγονται και τα «κέρατα», που βλέπαμε επάνω στο Θούριο. Είναι απολιθωμένα κελύφη ιππουριτών, ζώων θαλασσοβίων, που έζησαν στην ανώτερη κρητιδική περίοδο του μεσοζωικού αιώνα κι ύστερα εξέλιπαν. Ανήκαν στην οικογένεια των ρουδιστών ετεροδόντων ομομυαρίων ελασματοβραγχίων μαλακίων και ήταν ανισόκογχα, παχυόσαρκα με μορφή αναποδογυρισμένου κώνου ή κυλινδροειδή ή στρομβοειδή σα σβούρα ή κέρατα βοδιού ή προβάτου και με μήκος, που έφτανε και το ένα μέτρο. Ο ιππουρίτης στηριζόταν στην πλατιά βάση του κι είχε δυο τρύπες για στόματα.
Μυθολογία
Από το χώμα του έπλασε ο Προμηθέας τους πρώτους ανθρώπους, μας πληροφορεί ο περιηγητής Παυσανίας. Εδώ, μας λέει ακόμα, ξεγέλασε η Ρέα το σύζυγο της Κρόνο δίνοντας του ένα σπαργανωμένο λιθάρι, αντί του νεογέννητου Δία, για να τον γλιτώσει από την καταβρρχθιστική μανία του πατέρα του. Από τη Σχιστή οδό του άρχισε, με το φόνο του Λα'ί'ου, το δράμα του Οιδίποδα. Από το θούριο ξεκινούσαν οι θυιάδες για τα Διονύσια πάνω στον Παρνασσό κι από το μικρομονάστηρό του, Λυκούρεση, ξεκίνησε ο Θανάσης Διάκος για την απελευθέρωση της Λειβαδιάς.
Ο θεός του μέτρου, της αρμονίας και του φωτός ονομαζόταν και Θούριος από τη Θουρούς, τη μητέρα του Χαίρωνα, του οικιστή της Χαιρώνειας. Στολιζόταν ακόμη το Θούριο με το ναό των Μουσών και με το ιερό του Ηρακλή, (Ηράκλειο), που τα ριζοθέμελά του σώζονται ακόμη στη ρεματιά του ξεροπόταμου Αίμωνα (Λυκούρεση), δίπλα στο εκκλησάκι της αγίας Παρασκευής.
Μεγαλόπρεπα και θεοβάδιστα τα δυο γειτονικά του Θούριου βουνά, ο Ελικώνας κι ο Παρνασσός.
Ιστορία
Από ασβεστολιθικό σχιστόλιθο το περισσότερο υψώνει δυο κορυφές, το Κερατοβούνι ή Κουρούπι ανατολικά και τόν Πετραχό στο μέσο, που το ψηλότερο σημείο του, ο Ορθόπαγος, 270 μ., τριγυρισμένος από κυκλώπεια τείχη και δυνατούς πύργους, της ιστορικής περιόδου, αποτελούσε στην αρχαιότητα την ακρόπολη της Χαιρώνειας. Αυτή έγινε αφορμή να νικήσει στα 86 π.Χ. ο Ρωμαίος Λεύκιος Κορνήλιος Σύλλας το στρατηγό του Μιθριδάτη Ταξίλη στη μάχη, που δόθηκε πλάι στον ξεροπόταμο Μώριο.
Είχαν καταλάβει τον Ορθόπαγο οι βάρβαροι του Ταξίλη, μα οι Χαιρωνείς, που ήταν με το μέρος των Ρωμαίων, τους χτύπησαν κρυφά τη νύχτα και τους αιφνιδίασαν. Υποχώρησαν τρομαγμένοι οι Μιθριδατικοί στην πεδιάδα και μετέδωσαν τον πανικό τους στους υπολοίπους. Έτσι στη μάχη, που επακολούθησε, πέτυχαν οι 15 χιλιάδες πεζοί με τους 1500 ιππείς του Σύλλα να νικήσουν τους 100 χιλιάδες πεζούς, τις 10 χιλιάδες ιππείς και τα 90 δρεπανηφόρα άρματα του Ταξίλη.
Επάνω στο Θούριο, εκτός από το αναμνηστικό τρόπαιο των Ρωμαίων για την νίκη τους αυτή, που τη χρωστούσαν στους Χαιρωνείς, υψωνόταν και ιερό του Θούριου Απόλλωνα.
Λαϊκή Παράδοση
Κατά τη λαϊκή παράδοση, στις κακοτράχαλες σήμερα, μα δασωμένες στα παλιά, πλαγιές και ρεματιές, ανάμεσα στις δυο κορυφές του Θούριου πέρασε κάποτε κι ο Χριστός, το παλιό μονοπάτι, που οδηγεί από τη Λιβαδειά στη Χαιρώνεια, για να δοκιμάσει κάποιο βοσκό.
Τίποτε άλλο, εκτός από τη γκλίτσα του, δεν είχε πριν. Ήταν φτωχός και ρημαγμένος, σαν το ξερακιανό σημερινό βουνό, που πατούσε. Μα τη θερμή του προσευχή άκουσε ο θεός και χίλιασε τα πρόβατα του και (αφού υποσχόταν, πως, σαν θα πλούτιζε, δεν θάφηνε αβοήθητο άνθρωπο περαστικό απ' το μαντρί του), τον γέμισε αγαθά.
Ευχαριστημένος έτσι ο βοσκός καμάρωνε το αναρίθμητο κοπάδι του και βουνό το τυρί υψωνόταν στη μέση του δρόμου, για να κόβει και τρώγει ο κάθε πεινασμένος. Μα αυτά στην αρχή, γιατί αργότερα σκλήρυνε η ψυχή του.
Φτωχοντυμένος στρατοκόπος φτάνει στο Θούριο κι ο Χριστός. Σαν κοινός άνθρωπος, ζούσε τότε κάτω στη γη και γύριζε από τόπο σε τόπο. Δοκίμαζε τους ανθρώπους, αν τον αγαπούν κι αν τους άρεσε να κάνουν το καλό. Θέλοντας λοιπόν να δοκιμάσει τη γενναιόδωρη φιλανθρωπία, που είχε υποσχεθεί ο άλλοτε φτωχός βοσκός και τώρα πλούσιος τσέλιγκας, κόβει ένα αρκετά μεγάλο κομμάτι από το τυρί. Άγρια όμως τον αντικόβει η φωνή του τσέλιγκα από ψηλά κι απαίσια τον αποπαίρνει, όπως έκανε τελευταία σ' όλους, που περνούσαν. Οργίστηκε για τούτο ο Χριστός και τον καταράστηκε.
Γι’ αυτό και να σου απολιθωμένος απόμεινε από τότε επάνω στη σπηλιά ο τσέλιγκας κι η βλάχα με τη ρόκα της και το τυρί, με το ξεχωριστό κομμάτι - βράχος στη μέση του δρόμου - και γύρω παντού σκόρπια τα πετρωμένα κέρατα του κοπαδιού.
Πάντως, όσο μας ικανοποιούν τα δεδομένα της σημερινής επιστήμης για τους ιππουρίτες, (τα κέρατα), άλλο τόσο μας συγκινεί κι ο ωραίος θρύλος, που έπλασε η λαϊκή ψυχή, για να δώσει κάποια εξήγηση στην ανεξήγητη, για τον παλιό καιρό, ύπαρξη τους επάνω στο Θούριο. Με τον όμορφο μύθο έκαμε τον ξερότοπο, το Κουρούπι, να ευωδιάζει με διδάγματα αγάπης και καλοσύνης για την ανθρώπινη ζωή, που η σκληρότητα, η απληστία, η αχαριστία κι η αγνωμοσύνη συχνά, πολύ συχνά, τη δηλητηριάζουν και την ασχημίζουν.
Βιβλιογραφία
Ευθύμιου Δάλκα, Λιβαδειά, Ιστορικοί Περίπατοι Β'