Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε στη Δεσφίνα της Φωκίδας το 1951.
Ποιητής (μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων) και Διευθυντής έκδοσης του λογοτεχνικού περιοδικού "Εμβόλιμον" (εκδίδεται από το 1988 στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας). Μετέχει στη σύνταξη της εφημερίδας Book Press. Είναι γνώστης της Γαλλικής Γλώσσας.
Ζει στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας (συνταξιοδοτήθηκε μετά από 35 χρόνια εργασίας στην εταιρεία ΑΛΟΥΜΙΝΙΟΝ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ ως Τεχνικός μηχανολογικής συντήρησης στη χημική βιομηχανία). Από τα τέλη του 2010 μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στη Λάρισα και στα Άσπρα Σπίτια.
Εργογραφία
Ποιήματά του, δοκιμιακά κείμενα και λογοτεχνικές κριτικές δημοσιεύτηκαν στην Ελλάδα και το εξωτερικό. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά και λατινοαμερικάνικα.
Έχουν εκδοθεί:
- Ενθύμιον, έκδοση Καστανιώτη, 2004
- Αμειψισπορά, έκδοση της Δημόσιας Κεντρικής Βιβλιοθήκης Λεβαδείας, 1996
- Πτωχόν Μετάλλευμα, έκδοση Εμβόλιμον, 1990
- Δίστομο 10 Ιουνίου 1944 - το ολοκαύτωμα (Σύγχρονη Έκφραση, 2010), το οποίο τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο 2011 στην κατηγορία Χρονικό–Μαρτυρία.
- Από μνήμης (Μελάνι, 2010)
ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ
ΤΑΥΤΟΦΩΝΙΑ
I
Ένας καημός ρινόκερος είναι το ποίημα.
Ολοζωής την ψυχή του ποιητή
πασχίζει να ξεριζώσει.
II
Γνωρίζει πάντα ο ποιητής
ότι υπάρχει ένα ενδεχόμενο θανάτου
για το ποίημα.
III
Άλλωστε ο ίδιος
το οδηγεί πολλές φορές
σε εσκεμμένη αποτυχία
με την ελπίδα να το τιθασεύσει.
IV
Αλλά το ποίημα
ποτέ δεν τιθασεύεται.
Κι αν για να γεννηθεί την ψυχή του ποιητή
πρέπει να σχίσει,
θα το κάνει
V
κι ο ποιητής αντίρρηση δεν θα ‘χει.
ΤΟ ΚΕΝΤΗΜΑ
Η Μαριάνθη πηγαίνει τα’ ανοιξιάτικα απογεύματα
στο λόφο του Φιλοπάππου.
Έχει μαζί το κέντημά της
με τις πολύχρωμες κλωστές και τα βελόνια της.
Κάθεται στα βραχάκια, στην άκρη του γκρεμού
και φτιάχνει το εργόχειρό της.
Κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
να κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
που κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
να κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του γκρεμού,
που κεντάει τη Μαριάνθη στην άκρη του ……….
Ένα μικρό κορίτσι, που έπαιζε το τόπι του,
σταμάτησε και την παρατηρεί.
Καλέ κυρία – τη ρωτάει – έχετε τόσα χρώματα,
γιατί κεντάτε μόνο με το κόκκινο;
Γιατί ο γκρεμός είναι βαθύς, πουλάκι μου,
κι όταν τελειώσει μου η κλωστή,
έτσι κι αλλιώς,
το κέντημα θα γίνει κατακόκκινο.
ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΟΙ ΘΑΝΑΤΟΙ
Ένας άλλος θάνατος
είναι οι απογευματινές συγκεντρώσεις
τις άχρωμες Κυριακές.
Με τα κουλουράκια και τα φυστίκια,
τα πατατάκια με ρίγανη,
με το κονιάκ και τους καφέδες.
Με το «πώς πάνε τα παιδιά στα μαθήματα;»
και με το «τι καινούριο μας γράψατε;».
Με τις ατέλειωτες συζητήσεις
για τη δουλειά στο εργοστάσιο,
τις ατελέσφορες απόπειρες
ν’ αλλάξει επιτέλους το θέμα συζήτησης.
Με το «έτσι ο ένας κι έτσι ο άλλος!»,
με το «ακούστε και τούτο που άκουσα!!».
Στο μεταξύ καρφώνεις το βλέμμα σου
στα δέντρα του κήπου.
Τι καλά να ήμουν μια διακριτική ακακία,
σκέπτεσαι όλη την ώρα.
Ένας άλλος θάνατος
είναι η έγνοια σου για τον λεκέ από αίμα
που θα αφήσεις στη ράχη της πολυθρόνας
όταν θα σηκωθείς και θα φύγεις.
Η έγνοια σου για τη φιλόξενη οικοδέσποινα
που δεν θα ξέρει πώς να τον καθαρίσει.
από την ενότητα Περιστατικά της μνήμης της συλλογής Ενθύμιον
X
της μάνας
Μπήκα στο δωμάτιο. Τη βρήκα ντυμένη με τα ρούχα του χειρουργείου. Ο ορός στο χεράκι της μετρούσε στάγδην το χρόνο. Σε λίγο θα την έπαιρναν. Μου φάνηκε πολύ γερασμένη. Το στόμα της σουφρωμένο, χωρίς τη μασέλα, πιεζόταν να σχηματίσει ένα πικρό χαμόγελο. Τη βέρα της είχε περάσει στο δάχτυλό της η αδερφή μου. Άλλα χρυσαφικά δεν είχε. Ποτέ δεν είχε.
Σε καμιάν ώρα ήρθε ο νοσοκόμος και την επήρε. Περπατούσα πλάι της, δίπλα στο κυλιόμενο κρεβάτι. Με κοιτούσε παρακλητικά και, πριν τα πόδια του κρεβατιού παρασύρουν τη δίφυλλη πόρτα του χειρουργικού διαδρόμου, έβαλε στη δεξιά μου παλάμη ένα χαρτάκι διπλωμένο στα τέσσερα που, απ’ ό,τι συμπέρανα, είχε ετοιμάσει την προηγούμενη νύχτα.
Προσμένοντας την έξοδο του χειρουργού και ό,τι το βλέμμα του θα μας ανακοίνωνε, ξεδίπλωσα το χαρτί. Ήτανε κάποια στιχάκια με ομοιοκαταληξίες αδέξιες. Έλεγε για τη βασανισμένη ζωή της, για τη μάνα της που κι εκείνη νωρίς ο χάρος εθέρισε, για τον πατέρα που θα μείνει μονάχος και για την αδερφή μου που τώρα θα πρέπει να προσέχω.
Διάβασα αυτό, το μόνο της ζωής της γραπτό, και κατάλαβα πως όταν ο άνθρωπος το παγωμένο χέρι του χάρου αισθάνεται στη ματαιότητα της ποίησης προστρέχει.
Στη ματαιότητα προστρέχει της ποίησης. Απελπισμένα.
ΣΥΝΑΞΑΡΙ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΚΑΚΟΥΡΓΟΥ ΤΟΥ ΕΚ ΔΙΣΤΟΜΟΥ
Στην άκρη του μαρτυρικού Διστόμου, πλάι στο κοιμητήριο, ζει ο ρεμπέτης Νικόλαος Παππάς, ο επονομαζόμενος κακούργος. Η επωνυμία αυτή συνίσταται στο τρομερόν της όψεώς του, η οποία φέρει τον μελανόμορφον χρωματισμόν του παρακειμένου όρους Ξεροβούνα – εις το οποίον έδρασε ο λήσταρχος Νταβέλης – προδίδοντας την αγαθή ψυχή του, τόσο έντονα, ώστε να έρχεται στον νου μου εκείνο που ‘λεγε ο παπούλης μου: Μη τη ζητάς την εμορφιά μόνο σ’ αυτό που βλέπεις, να τη γυρεύεις πιο βαθιά σ’ εκείνο που δε βλέπεις.
Η ύπαρξη του εν λόγω Νίκου οφείλεται στο ότι η μητέρα του διέλαθε της κτηνωδίας των Γερμανών κατά την φοβερήν ημέρα της σφαγής, στις 10 Ιουνίου 1944 ή, κατά μία εκδοχή, επειδή η νύχτα πρόφτασε τους φονιάδες πριν μακελέψουν την δυτική πλευρά του χωριού, όπου και το πατρικό του. τώρα ταβέρνα.
Κάποιο απόγευμα Μαρτίου, όταν ο καρδιολόγος τον καθησύχασε πως η καρδιά του είναι μια χαρά και πως αδίκως ανησύχησε, ο Νίκος είπε: Εντάξει γιατρέ μου. Επιστρέφω λοιπόν στην εντατική του ούζου, και γύρισε στο Δίστομο μετρώντας καραφάκια. Το βράδυ άναψε τη φωτιά στη ψησταριά, ‘τοίμασε τις χωριάτικες σαλάτες, έριξε στη μεγάλη σχάρα τις μπριζόλες και τα παϊδάκια κι αφού διεκπεραίωσε το σερβίρισμα ανέβηκε στο πάλκο μετατρέποντας το μαγαζί σε κήπο. Τραγούδησε ένα-δυο αρχοντορεμπέτικα, έτσι για την εισαγωγή κι αμέσως γνωστοποίησε πως: από δω και πέρα δεν έχει απόπλου, είναι κλεισμένες πλέον οι αποβάθρες, πιάνοντας το μπουζούκι όπως γυναίκα που ποθείς και σέβεσαι. Η καύτρα του τσιγάρου του λαμπύρισε ανάμεσα στον μέσο και στον παράμεσο του δεξιού χεριού του διαγράφοντας τη ρυθμική τροχιά του τραγουδιού
Μάζεψε συ τα γιασεμιά, Γιωργίτσα μου
κι εγώ τα βελονιάζω…
εικονοποιώντας την εσωτερική του φλόγα. κι όταν επάνω στα ταξίμια οι χορδές δεν άντεξαν, γύρισε τη φωνή του σε άκρο μπάσο κι ιερουργώντας εκελάηδησε
Πίνω και μεθώ, ωχ! Αμάν
μέρα-νύχτα τραγουδώ
και το ντέρτι μου, ωχ! Αμάν
στο μπουζούκι μου ξεχνώ
κι ήταν σαν να σιχτίριζε όλους εμάς που τον ακούγαμε ή και σαν να μας έλεγε: Γλεντάτε, που να πάρει ο διάολος. έτσι κι αλλιώς δεν σταματάει μέσα μας ν’ ανοίγει τα λαγούμια του ο καρκίνος.
Στοιχεία επικοινωνίας
Σερρών 140, 320 03 Άσπρα Σπίτια Βοιωτία
rg.teneto|ghoeht#rg.teneto|ghoeht