Το σπήλαιο του Σαρακηνού είναι το μεγαλύτερο σπήλαιο της Κωπαϊδας στην ανατολική Βοιωτία και βρίσκεται σε ύψος 80 μ πάνω στα βράχια που ορίζουν τη λεκάνη από τα ανατολικά, κοντά στο χωριό Ακραίφνιο, ακριβώς στο 100,5ο χλμ. της Εθνικής Οδού Αθηνών - Λαμίας. Η περιοχή της Κωπαΐδας αποτελεί μία σπάνια φυσική λεκάνη που έχει δημιουργηθεί από τεκτονικά αίτια. Η λεκάνη αυτή συγκεντρώνει τα νερά των ποταμών του Βοιωτικού Κηφισού και Μέλανος που πηγάζουν από βουνά της Στερεάς Ελλάδας, τα οποία την κατέστησαν λίμνη για μεγάλο διάστημα της αρχαιότητας. Στους ασβεστολιθικούς βραχώδεις όγκους που την περιβάλλουν έχουν σχηματιστεί αρκετά σπήλαια, με μεγαλύτερη συγκέντρωση στην ανατολική, νότια και νοτιοδυτική πλευρά. Τα σπήλαια της περιοχής της Κωπαϊδας καταγράφηκαν και ερευνήθηκαν από Πρόγραμμα Εξερεύνησης Κωπαΐδας της Εφορείας Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας, που ξεκίνησε το 1994 με επικεφαλής των Αδ. Σάμψων. Από την περιοχή Ακραιφνίου μέχρι την Αλίαρτο εντοπίστηκαν και σχεδιάστηκαν δεκάδες σπήλαια και βραχοσκεπές, τα περισσότερα από τα οποία βρίσκονται στο επίπεδο της άλλοτε λίμνης. Σχεδόν σε όλα τα σπήλαια αυτά καταγράφησαν ίχνη ανθρώπινης χρήσης κατά την αρχαιότητα με βάση επιφανειακά ευρήματα, ωστόσο η χρήση τους ως μαντριά σε πρόσφατη περίοδο ή ακόμα και σήμερα δυσχεραίνει το αρχαιολογικό έργο της ακριβούς τεκμηρίωσης. Κάποια από τα σπήλαια είναι καταβόθρες, αποτελούν δηλαδή μέρος ενός φυσικού δικτύου αποστράγγισης της λίμνης.
Το σπήλαιο του Σαρακηνού έχει εμβαδόν 2.500 τετρ. μ., μεγάλη φωτεινή είσοδο και άριστη θέα προς την πεδιάδα και τον μακρινό ορίζοντα έως τον Παρνασσό και βόρεια προς την περιοχή του Ορχομενού. Όπως και τα άλλα σπήλαια της Κωπαΐδας, είχε χρησιμοποιηθεί επί μακρό χρόνο για σταυλισμό ζώων και οι αποθέσεις κοπριάς στην επιφάνειά του ήταν πολύ μεγάλες πριν την έναρξη των ανασκαφών.
Η πρώτη ανασκαφή του έγινε στις αρχές της δεκαετίας του 1970, αλλά το 1994 εντάχθηκε στο Πρόγραμμα Κωπαΐδας και ανασκάπτεται έκτοτε συστηματικά από το Πανεπιστήμιο Αιγαίου και την Εφορεία Παλαιοανθρωπολογίας-Σπηλαιολογίας Νότιας Ελλάδας. Η έρευνα αυτή δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην μελέτη της έντασης και έκτασης της χρήσης του σπηλαίου από τον άνθρωπο κατά την διάρκεια της προϊστορίας, των στρατηγικών επιβίωσης του ανθρώπου κατά περιόδους και των αιτίων που οδήγησαν στις αλλαγές αυτές, αλλά και στην ανασύσταση του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο έδρασε ο προϊστορικός άνθρωπος. Το πρόγραμμα υποστηρίζεται από διεπιστημονική ομάδα έρευνας που εφαρμόζει σύγχρονες μεθόδους τεκμηρίωσης όσον αφορά τις ραδιοχρονολογήσεις και την μελέτη των βιο-υπολειμμάτων (οστά, άνθρακας, παλαιογύρη).
Η ανασκαφική έρευνα έδειξε ότι το σπήλαιο χρησιμοποιήθηκε σε όλες τις φάσεις της προϊστορίας, αρχίζοντας από τη Μέση Εποχή του Χαλκού (1800 π.Χ.) στο ανώτερο στρώμα έως την Ανώτερη Παλαιολιθική περίοδο (περίπου 20.000 χρόνια Π.Σ.) στο κατώτερο σημείο της επίχωσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η Νεολιθική Περίοδος του Σαρακηνού κατά την οποία το σπήλαιο χρησιμοποιείται έντονα, από την Αρχαιότερη φάση έως τη Νεότερη (7η-4η χιλιετία π.Χ.), ακόμα και στο ύστατο τμήμα της (μέσα 4ης χιλιετίας π.Χ.), φάση που απουσιάζει από άλλες νεολιθικές θέσεις της ηπειρωτικής Ελλάδας. Ο νεολιθικός πλυθυσμός -που ενδεχομένως διέμενε σε ανοιχτό οικισμό στην κοντινή περιοχή, ίσως στις υπώρειες του βράχου- χρησιμοποιούσε το σπήλαιο συμπληρωματικά για οικιακές δραστηριότητες, αποθήκευση και σταυλισμό ζώων. Αυτό προκύπτει από τα δάπεδα και τις εστίες, τα άβαφα μαγειρικά σκεύη και πιθάρια, τα λίθινα και οστέϊνα εργαλεία, τα εξαρτήματα ύφανσης, μικροαντικείμενα, καθώς και από πλήθος διατροφικών καταλοίπων από οικόσιτα ζώα, θηράματα, πουλιά, αλιεύματα και οστρακοειδή, καρπούς και καλλιεργημένα φυτά. Ωστόσο δεν αποκλείται ότι το σπήλαιο αποτέλεσε και τόπο συμβολικό ή ακόμα και τελετουργικό, αν κρίνει κανείς από την πληθώρα των νεολιθικών ειδωλίων και των διακοσμημένων αγγείων.
Κατά τη Νεολιθική περίοδο τεκμηριώνεται η παρουσία δρυός και πεύκου στην περιοχή, με μικρές διακυμάνσεις σε σχέση με τα ποώδη φυτά. Είναι χαρακτηριστικό ότι από τη Νεολιθική και μετά, και κυρίως στην Εποχή του Χαλκού, οι παλυνολογικές αναλύσεις τεκμηριώνουν έντονη επιρροή του ανθρώπου στη χλωρίδα της Κωπαΐδας, με την εισαγωγή της καλλιέργειας δημητριακών εις βάρος των δασικών εκτάσεων, δηλαδή αλλαγή της σύστασης της φυτικής κάλυψης της περιοχής. Γενικότερα πάντως το περιβάλλον ήταν σχετικά υγρό και το κλίμα εύκρατο, με μικρές διαφορές από το σημερινό.
Στο μεσοστάδιο μεταξύ Νεολιθικής και Παλαιολιθικής υπάρχει ένα ενδιαφέρον στρώμα που χρονολογείται στη σπάνια για τον ελλαδικό χώρο Μεσολιθική περίοδο (8η χιλιετία π.Χ.), με ενδείξεις χρήσης του σπηλαίου από απομονωμένες ομάδες κυνηγών που κατασκευάζουν εργαλεία από τον τοπικό λίθο. Ακολουθούν λεπτά στρώματα χωρίς ευρήματα, ενώ το τελευταίο λεπτό στρώμα πάνω από τον φυσικό βράχο παρουσίασε θραύσματα επεξεργασμένου εισηγμένου πυριτολίθου και οστά μικρών θηλαστικών που μπορούν να χρονολογηθούν στην ανώτερη Παλαιολιθική. (20.000 χρόνια Π.Σ.).
Το σπήλαιο Σαρακηνού και η έρευνα των σπηλαίων της Κωπαϊδας
Στην περιοχή της Κωπαϊδας άρχισε το 1994 και συνεχίζεται ακόμη το Πρόγραμμα Κωπαϊδας (Κοpais Project), το οποίο περιλαμβάνει εκτός από την ανασκαφή του σπηλαίου Σαρακηνού και την επιφανειακή έρευνα δεκάδων σπηλαίων. Από την περιοχή Ακραιφνίου μέχρι την Αλίαρτο και στην περιοχή νότια του Γλα υπάρχει μία μεγάλη πυκνότητα σπηλαίων σε χαμηλούς ασβεστολιθικούς όγκους ιουρασικής και κρητιδικής περιόδου. Τα περισσότερα βρίσκονται χαμηλά στο επίπεδο της άλλοτε λίμνης και μερικά από αυτά χρησίμευαν σαν καταβόθρες διοχετεύοντας τα νερά της λίμνης σε άλλες χαμηλότερες λεκάνες ή στη θάλασσα. Σε μερικά από τα σπήλαια που βρίσκονται ψηλότερα εντοπίστηκαν λείψανα κατοίκησης της νεολιθικής περιόδου, αλλά το πλέον σημαντικό είναι το σπήλαιο Σαρακηνού, το οποίο εκτός από τις μεγάλες του διαστάσεις διατηρεί επιχώσεις 4-5 μέτρων.
Η ανασκαφή του άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του ’70 από τον Θ. Σπυρόπουλο και, όπως είχε γραφεί σε σχετικό άρθρο (ΑΑΑ 1973), είχε αποδώσει ευρήματα διαφόρων εποχών αλλά δημοσίευση αυτών δεν έγινε ποτέ. Η ανασκαφή που αρχίσαμε το 1994 με σύγχρονες μεθόδους και συνεχίζεται ακόμη μέχρι σήμερα, στοχεύει στην ακριβή χρονολόγηση των στρωμάτων, στη χρήση του σπηλαίου κατά περιόδους και στη γνώση της οικονομίας κάθε εποχής. Η άριστη στρωματογραφία του σπηλαίου μας έχει δώσει μία ακολουθία των πολιτισμικών φάσεων από το σημερινό δάπεδο μέχρι το φυσικό δάπεδό του.
Αρχίζοντας από τα βαθύτερα στρώματα, σε β. 4.50 μ. διατηρείται ένα στρώμα που από την εργαλειοτεχνία του μπορεί να χρονολογηθεί σε ένα πρώϊμο στάδιο της Ανώτερης Παλαιολιθικής ή σε ύστερο στάδιο της Μέσης. Υπάρχουν τύποι εργαλείων της μουστέριας0 τεχνικής αλλά και της Ωρινιάκιας καθώς και οστά μεγάλων ζώων, όπως ιπποειδών και αιγοειδών.
Πάνω σ΄αυτό επικάθηται ένα στρώμα πάχους 115 περίπου εκ. και περιέχει πλήθος χαλικιών αλλά και πολλή μικροπανίδα που ανήκει σε τρωκτικά. Παρόλη την απουσία ευρημάτων η ανθρώπινη παρουσία φαίνεται από τα υπολείμματα εστιών και καμμένων χωμάτων. Από τη σύσταση των χωμάτων και τις μικρές πέτρες που προέρχονται από τη διάβρωση της οροφής του σπηλαίου είναι φανερό ότι το κάτω μέρος του στρώματος αντιστοιχεί σε μία ψυχρή και ξηρή κλιματολογική φάση, όπως ήταν η Ανώτερη Παλαιολιθική. Μία ηλικία γύρω στα 12000 π.Χ. που προήλθε με τη μέθοδο της οπτικής φωταύγειας χαρακτηρίζει το τέλος της Ανώτερης Παλαιολιθικής. Το ψηλότερο τμήμα του στρώματος χρονολογήθηκε στην αρχή της μεσολιθικής περιόδου (9000-8500 π.Χ.).
Μέχρι σήμερα η ανασκαφική έρευνα έχει δείξει ότι η νεολιθική κατοίκηση στο σπήλαιο ήταν πυκνή. Η ποσότητα της κεραμεικής είναι τεράστια και περιλαμβάνει όλο το φάσμα των τύπων που είναι ήδη γνωστοί από τη νεολιθική Εύβοια, ενώ έχουν βρεθεί πολλά πήλινα και μαρμάρινα ειδώλια καθώς και εργαλεία οψιανού και πυριτόλιθου. Αντιπροσωπεύονται όλες οι νεολιθικές φάσεις από την Αρχαιότερη και Μέση Νεολιθική μέχρι την τελευταία φάση ΝΝ ΙΙβ που σπανίζει στον ελληνικό χώρο και ιδιαίτερα στα σπήλαια (3800-3300 π.Χ.)
Στη φάση ΝΝ Ια (5300-4800 π.Χ.), η οποία παρουσιάζει μεγαλύτερη πυκνότητα κατοίκησης, βρέθηκε εκτεταμένο δάπεδο που φέρει οπές πασσάλων, οι οποίοι πιθανώς δείχνουν ότι μέσα στο σπήλαιο δημιουργούνταν χωρίσματα που είχαν διαφορετικές χρήσεις. Σε ύστερα νεολιθικά στρώματα (4η χιλιετία π.Χ.) απαντούν ποσότητες απανθρακωμένων σπόρων που μαρτυρούν για τις καλλιέργειες δημητριακών και οσπρίων στο χώρο της Κωπαϊδας. Η μελέτη των κόκκων γύρης από όλα τα στρώματα έχει δείξει μία ακολουθία, αρχίζοντας από την ψυχρή χλωρίδα της Παλαιολιθικής, περνώντας στη θερμή χλωρίδα των αρχών του Ολοκαίνου και καταλήγοντας στα καλλιεργημένα είδη της Νεότερης Νεολιθικής.
Στα ψηλότερα στρώματα υπάρχει παρουσία του ανθρώπου στην Πρωτοελλαδική ΙΙ και τη Μεσοελλαδική περίοδο, οπότε και εγκαταλείπεται το σπήλαιο για άγνωστους λόγους.