Πλαταιές

Οι Πλαταιές είναι αρχαία πόλη της Βοιωτίας, στους πρόποδες του Κιθαιρώνα, κοντά στις πηγές του ποταμού Ασωπού.

Σύμφωνα με το Θουκυδίδη, ιδρυτές της πόλης ήταν οι Θηβαίοι. Ο Παυσανίας υποστηρίζει ότι οι Πλαταιείς ήταν αυτόχθονες και ότι η πόλη πήρε το όνομά της από την Πλάταια, θυγατέρα του Ασωπού. Με την ονομασία Πλάταια αναφέρεται και από τον Όμηρο.

Στα πρώτα ιστορικά χρόνια οι Πλαταιές ανήκαν στο σύνδεσμο των βοιωτικών πόλεων, όπου κυριαρχούσαν οι Θηβαίοι. Το 510 π.Χ. οι Πλαταιείς συμμάχησαν με τους Αθηναίους και με τη βοήθειά τους αποσπάστηκαν από τη θηβαϊκή κυριαρχία. Έτσι έγιναν πιστοί σύμμαχοι των Αθηναίων, τους οποίους ενίσχυσαν στη μάχη του Μαραθώνα (490 πΧ ). Το 480 π.Χ τα περσικά στρατεύματα, με αρχηγό τον Ξέρξη, κυρίεψαν και κατέστρεψαν ολοκληρωτικά τις Πλαταιές. Τον επόμενο χρόνο, έγινε εκεί η περίφημη μάχη των Πλαταιών, στην οποία οι Έλληνες νίκησαν το στρατό του Μαρδόνιου. Ύστερα από τη νίκη αυτή, το όνομα της πόλης γράφτηκε πάνω στον "τρίποδα των όφεων", που αφιερώθηκε στους Δελφούς. Η περιοχή των Πλαταιών κηρύχτηκε ανεξάρτητη και απαραβίαστη, γεγονός που δεν αναγνωρίστηκε από τους Θηβαίους. Ύστερα από πρόταση του Αθηναίου Αριστείδη, δόθηκε στους Πλαταιείς το βραβείο ανδρείας και σημαντική οικονομική βοήθεια. Με τα χρήματα αυτά οι Πλαταιείς έχτισαν τους ναούς της Αθηνάς και του Ελευθέριου Δία· καθιέρωσαν επίσης την τέλεση των Ελευθέριων αγώνων (κάθε 4 χρόνια), σε ανάμνηση της λαμπρής νίκης.

Στη συνέχεια, η πόλη ξαναχτίστηκε με τη βοήθεια των Αθηναίων και οι κάτοικοι έζησαν ειρηνικά μέχρι τις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου (431), όταν 300 Θηβαίοι επιτέθηκαν αιφνιδιαστικά στην πόλη, αλλά νικήθηκαν από τους Πλαταιείς. Το 429 τα σπαρτιατικά στρατεύματα με αρχηγό τον Αρχίδαμο πολιόρκησαν τις Πλαταιές. Σύμφωνα με τις πληροφορίες του Θουκυδίδη, οι Πλαταιείς είχαν εγκαταλείψει την πόλη καταφεύγοντας στην Αθήνα. Οι 400 υπερασπιστές της πόλης αντιστάθηκαν στη διετή πολιορκία, αλλά το 427 παραδόθηκαν. Οι Πλαταιές κατεδαφίστηκαν από τους Θηβαίους και στο ίδιο μέρος ανοικοδομήθηκε ο Εκατόμπεδος ναός της Ήρας. Το 420 οι Πλαταιείς εγκαταστάθηκαν στη μακεδονική πόλη Σκιώνη, που τους παραχωρήθηκε από τους Αθηναίους. Μετά το τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου αναγκάστηκαν να την εγκαταλείψουν και να καταφύγουν πάλι στην Αθήνα, μέχρι το 387 π.Χ., οπότε έγινε η Ανταλκίδεια ειρήνη και οι Πλαταιείς ξαναγύρισαν στον τόπο τους.

Το 372 οι Θηβαίοι κατέστρεψαν πάλι την πόλη, οι κάτοικοι κατέφυγαν στην Αθήνα και επέστρεψαν μετά τη μάχη της Χαιρώνειας (338). Για την ανοικοδόμηση της πόλης συνέβαλε οικονομικά ο βασιλιάς της Μακεδονίας Φίλιππος. Από τότε οι Πλαταιείς έζησαν ειρηνικά μέχρι τα τελευταία ρωμαϊκά χρόνια. Στα βυζαντινά χρόνια, οι Πλαταιές αναφέρονται ως βοιωτική πόλη, τα τείχη της οποίας είχε ξαναχτίσει ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός.

Σύμφωνα με πληροφορίες του περιηγητή Παυσανία (2ος αι. μ.Χ.), η πόλη είχε τρεις ναούς: το ναό της Ελευσίνιας Δήμητρας, το ναό της Ήρας, που ήταν διακοσμημένος με έργα του Πραξιτέλη, και το ναό της Αθηνάς. Στον τελευταίο, υπήρχαν πίνακες των περίφημων ζωγράφων Πολύγνωτου και Ονάτα, καθώς και ένα άγαλμα της Αθηνάς, έργο του γλύπτη Φειδία. Ο Στράβωνας αναφέρει και το ναό του Ελευθέριου Δια, που δε σωζόταν την εποχή του Παυσανία· υπήρχε όμως άγαλμα και βωμός του θεού έξω από την πόλη.

Τα ερείπια των Πλαταιών ταυτίστηκαν μ' αυτά που βρίσκονται κοντά στο σημερινό χωριό Κόκλα. Σώζεται ένα μεγάλο τμήμα των τειχών, που χρονολογούνται από τον 4ο αι. π.Χ. και ήταν πιθανότατα έργο του Φίλιππου. Υπάρχουν επίσης και τα τείχη της ακρόπολης, κατασκευασμένα πριν από τους Περσικούς πολέμους. Στην έκταση που περιβάλλεται από τα τείχη σώζονται τα ερείπια 12 βυζαντινών ναών. Οι ανασκαφές που έγιναν το 1889 από την Αρχαιολογική Εταιρεία, έφεραν στο φως τα ερείπια ενός μεγάλου κτίσματος (πιθανότατα ενός καταλύματος για τους προσκυνητές), που αργότερα έγινε ρωμαϊκή αγορά. Βρέθηκε επίσης μια σημαντική νεκρόπολη με πολλές σαρκοφάγους. Οι ανασκαφές της Αμερικάνικης Σχολής (1891) αποκάλυψαν τα θεμέλια ενός αρχαίου ναού, πιθανότατα του Ηραίου.

Μάχη των Πλαταιών (479 π.Χ.). Η τελευταία σύγκρουση μεταξύ Ελλήνων και Περσών, που απάλλαξε οριστικά την Ελλάδα από τον περσικό κίνδυνο.

Μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Πέρσης στρατηγός Μαρδόνιος έμεινε στη Θεσσαλία με στρατό από 300.000 άντρες. Έχοντας ως σύμμαχους τους Μακεδόνες, τους Θεσσαλούς και τους Βοιωτούς, που είχαν "μηδίσει" (δήλωσαν υποταγή στους Πέρσες), λεηλάτησε την Αθήνα, επειδή οι Αθηναίοι είχαν απορρίψει τις προτάσεις του για συμμαχία. Αφού συμμάχησε και με τους Φωκείς, στρατοπέδεψε στην πεδιάδα του Ασωπού. Η δύναμη των Σπαρτιατών έφτανε τους 110.000 άντρες, ύστερα από τη σύμπραξη των Κορίνθιων, των Τεγεατών, των Μεγαρέων, των Σικυώνιων και των Αθηναίων. Αρχηγός ήταν ο βασιλιάς της Σπάρτης Παυσανίας και συναρχηγός ο Αθηναίος στρατηγός Αριστείδης. Ο Παυσανίας παρέταξε τα στρατεύματα του στους πρόποδες του Κιθαιρώνα, κοντά στη μια όχθη του Ασωπού. Οι αντίπαλοι έμειναν άπρακτοι για 10 περίπου μέρες, επειδή οι χρησμοί δεν ήταν ευνοϊκοί. Ο Μαρδόνιος διέταξε το ιππικό του να επιτεθεί κι αυτό κατέλαβε την πηγή Γαργαφία, απ' όπου υδρεύονταν οι Έλληνες. Ο Παυσανίας αναγκάστηκε να συμπτύξει τις δυνάμεις του μπροστά στην πόλη των Πλαταιών τοποθετώντας τους Αθηναίους στην αριστερή άκρη, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι και οι Τεγεάτες παρατάχτηκαν στη δεξιά. Στη συμπλοκή που ακολούθησε, οι Αθηναίοι βρέθηκαν αντιμέτωποι με τους Βοιωτούς και οι Σπαρτιάτες με τους Πέρσες. Το κέντρο της παράταξης (Μεγαρείς, Κορίνθιοι κ.ά.) υποχώρησε και δεν πήρε μέρος στη μάχη. Οι Βοιωτοί νικήθηκαν και καταδιώχτηκαν μέχρι τη Θήβα. Ο Μαρδόνιος σκοτώθηκε πολεμώντας και οι Πέρσες αναγκάστηκαν να καταφύγουν νικημένοι στο στρατόπεδό τους. Οι Αθηναίοι κατόρθωσαν να εισχωρήσουν εκεί ανοίγοντας ρήγμα, οπότε τους εξόντωσαν ολοκληρωτικά. Σώθηκε μόνο ένα τμήμα του στρατού (40.000 άντρες) επειδή ο αρχηγός τους Αρτάβαζος διαφωνώντας με το Μαρδόνιο δε μετείχε στη σύγκρουση. Αντίθετα οι απώλειες των Ελλήνων ήταν σχετικά μικρές.

Unless otherwise stated, the content of this page is licensed under Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License