"Οι τυχεροί", ένα διήγημα της Νικολίτσας Μπλούτη
Εμίλ… κοιμάσαι; Ρώτησε ο μικρός Αλί τον αδερφό του ψιθυριστά.
–Όχι. Γιατί;
–Δε θέλω να πάω σχολείο αύριο… είπε σιγανά, μ’ έναν κόμπο στη φωνή.
Τα μάτια του γυάλιζαν σαν μπίλιες μες στο σκοτάδι, απ’ τα δάκρυα που προσπαθούσε να πνίξει.
–Μη λες βλακείες… Τα είπαμε αυτά. Θα στενοχωρήσεις τον μπαμπά… Μαζί θα πάμε, θα σε προσέχω. Η δασκάλα είναι πολύ καλή… προσπάθησε ο δωδεκάχρονος αδερφός του να τον καθησυχάσει, σαν μεγαλύτερος.
–Το ξέρω… μα είδες τι έγινε σήμερα; Αν είναι πάλι εκείνοι… που δεν μας θέλουν; Συνέχισε ο μικρός με ραγισμένη φωνή απ’ το παράπονο που τον έπνιγε.
–Ας είναι… Παντού υπάρχουν καλοί και κακοί άνθρωποι… δεν άκουσες τι είπε ο μπαμπάς; Και στη χώρα μας υπήρχαν… παντού, τον βεβαίωσε εκείνος.
–Που δε θέλουν τα ξένα παιδιά; Επέμεινε ο Αλί, μήπως και καταλάβει γιατί γινόταν όλη αυτή η φασαρία το πρωί στο σχολείο από τους μεγάλους.
–Που φοβούνται…
–Εμάς; Τι κακό μπορούμε να τους κάνουμε εμείς; Είμαστε μικροί… έκανε απορημένος.
–Φοβούνται τις αρρώστιες, τα μικρόβια… γενικά…
–Γιατί δεν περιμένουμε να πάμε με την Ραχήλ, όταν θα ‘ρθει με τη μαμά; Πότε θα ‘ρθουν; Νομίζω πως ο μπαμπάς μας κοροϊδεύει… όλο αύριο και αύριο μας λέει, μα ποτέ δεν έρχονται… είπε, πνίγοντας ένα αναφιλητό απ’ τη στενοχώρια που του προκαλούσε η απουσία της μητέρας τους και της μικρής τους αδερφής.
–Θα ‘ρθουν μια μέρα… τον βεβαίωσε ξανά ο μεγάλος.
–Και θα μείνουμε για πάντα εδώ; Σ’ αυτή τη χώρα που δε μας θέλουνε;
–Μερικοί, δε μας θέλουνε… Δεν είναι όλοι ίδιοι. Η κοπέλα που είναι όλη μέρα μαζί μας σ’ αγαπάει πολύ… του τόνισε ο αδερφός του, θυμίζοντάς του την Κατερίνα, που είχε αναλάβει να τους κάνει τον διερμηνέα στην ξένη χώρα και να τους βοηθάει σε ό,τι χρειάζονται.
–Κι εγώ τη συμπαθώ την Κατερίνα, είναι γελαστή και όμορφη. Δε θέλω όμως να φορέσω τα ρούχα που μας έφεραν. Δεν είναι δικά μας. Αν κάποιο παιδί… τα γνωρίσει πως είναι δικά του και θελήσει να μου τα πάρει; Έκανε φοβισμένος και μόνο σ’ αυτή τη σκέψη που του πέρασε ξαφνικά απ’ το μυαλό.
–Μη λες βλακείες… Δεν πρόκειται να συμβεί κάτι τέτοιο. Πρέπει να τα φορέσουμε για να είμαστε καθαροί. Σε λίγο καιρό, που θα γνωριστούμε με τα άλλα παιδιά, θα δεις πως θ’ αλλάξουν τα πράγματα. Θα κάνεις φίλους, θα παίζεις μαζί τους… Κι όταν θα ‘ρθουν κι ο θείος με τα ξαδέρφια μας, θα έχεις παρέα όλη μέρα, όπως τότε…
–Εγώ θέλω να γυρίσουμε πίσω, στο σπίτι μας… στα παιχνίδια μας και στο σχολείο μας. Στον παππού και στη γιαγιά που μας αγαπούσαν τόσο πολύ…
–Δεν υπάρχει πια το σπίτι μας… Τα έχουμε πει αυτά. Ο πόλεμος τα χάλασε όλα, δεν υπάρχει τίποτα πια πίσω.
–Κι ο παππούς με τη γιαγιά; Ούτε αυτοί υπάρχουν;
–Δεν ξέρω… Θα μας τα πει η μαμά όταν θα ‘ρθει. Εμείς τώρα πρέπει ν’ ακούμε τον μπαμπά και να κάνουμε ότι μας λέει, για να μην τον στενοχωρούμε…
–Είναι κι ο μπαμπάς λυπημένος; Ρώτησε ο μικρός, με φωνή ραγισμένη απ’ το παράπονο.
–Είναι… Μήπως αυτός το ήθελε ν’ αλλάξουμε πατρίδα;
–Τότε, γιατί φύγαμε; Γιατί μπήκαμε σ’ αυτές τις βάρκες; Γιατί πνίγηκαν τόσα παιδιά;
–Φύγαμε για να γλιτώσουμε, για να μη σκοτωθούμε… Εμείς τα καταφέραμε και δεν πνιγήκαμε. Είμαστε τυχεροί που είμαστε εδώ, δεν το καταλαβαίνεις;
–Τυχεροί; Αυτό σημαίνει τυχεροί; Ψέλλισε απορημένο μες στο σκοτάδι.
–Κοιμήσου τώρα, είναι αργά. Αύριο θα μας ξυπνήσει πρωί ο μπαμπάς, γιατί θα έρθει η Κατερίνα να μας πάει σχολείο…
–Δεν μπορώ να κοιμηθώ χωρίς το αρκουδάκι μου, το ξέρεις… Φοβάμαι το σκοτάδι…
–Μη φοβάσαι, εγώ είμαι δίπλα σου. Η Κατερίνα σου υποσχέθηκε, πως θα σου πάρει άλλον αρκούδο, να τον παίρνεις αγκαλιά και να κοιμάσαι…
–Καινούργιο; Ή θα είναι ενός άλλου παιδιού;
–Δεν ξέρω… θα μας πει αύριο.
Ο μικρός έκλεισε τα μάτια του σφιχτά και προσπάθησε να σκεφτεί τον αρκούδο του, τα παιδιά που θα τον έκαναν μια μέρα φίλο τους, τα ξαδέρφια τους που θα ‘ρθουν για να κάνουν παρέα, την αγκαλιά της μητέρα του που την περίμεναν με την μικρή του αδερφή.
–Ένα παιδί μου χαμογέλασε από μακριά… Λες να θέλει να γίνουμε φίλοι; Ξαναρώτησε το παιδί, σχίζοντας τη σιωπή μες στο σκοτάδι, μετά από αρκετά λεπτά κι ένα αχνό χαμόγελο στόλισε ασυναίσθητα τα χείλη του, σ’ αυτή την όμορφη σκέψη.
–Σίγουρα, αύριο θα δεις που θα σου μιλήσει κιόλας…
–Τα παιδιά δε φοβούνται τους ξένους;
–Όχι… Τα παιδιά δεν τους φοβούνται τόσο… μονάχα το σκοτάδι, τον βεβαίωσε ο αδερφός του για άλλη μια φορά κι έκλεισε κι αυτός τα μάτια του σφιχτά, να πνίξει τα δάκρυα που ανάβλυσαν με τις τόσες απορίες του μικρού.
Αναδημοσίευση από το Λόγω Γραφής