Τὸ σπουδαιότερο βυζαντινὸ μνημεῖο τῆς Ἑλλάδας τοῦ 11ου αἰ., ἡ Μονὴ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ τοῦ Στειριώτη, εἶναι ἱδρυμένο σὲ γραφικὴ πλαγιὰ στὶς δυτικὲς ὑπώρειες τοῦ Ἑλικώνα, κοντὰ στὴν ἀρχαία Στειρίδα.
Βασικὴ πηγὴ τῶν πληροφοριῶν γιὰ τὸ μοναστήρι καὶ τὸν Ὅσιο Λουκᾶ εἶναι ὁ Βίος του, ποὺ συνέταξε ἀνώνυμος μαθητής του τὸ 962, λίγα χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ὁσίου τὸ 953.
Τὸ μοναστήρι μὲ τὶς δύο μεγάλες ἐκκλησίες (τὸ ναὸ τῆς Παναγίας καὶ τὸ Καθολικό), τὴν Κρύπτη, τὸ καμπαναριό, τὰ κελλιὰ καὶ τὰ ἄλλα κτίσματα, ἀφιερωμένο στὸν θαυματουργὸ τοπικὸ ἅγιο, ἀπέκτησε σύντομα μοναδικὴ ἀκτινοβολία καὶ τοῦτο γιατὶ ἡ μορφὴ τῆς τέχνης του θεωρεῖται πρότυπο γιὰ τὰ βυζαντινὰ μνημεῖα τοῦ 11ου αἰ. σὲ ὅλη τὴν Ἑλλάδα.
Η Ιερά Μονή αποτελείται από διώροφα και τριώροφα κελλιά και βοηθητικούς τοίρους στις τέσσερις πλευρές, την τράπεζα, τον πύργο του κωδωνοστασίου και τους δύο ναούς με την κρύπτη, που καταλαμβάνουν το κέντρο του χώρου του μοναστηριού. Όλα αυτά βέβαια έγιναν σταδιακά. Άρχισαν από το ταπεινό κελί του Οσίου, ενώ τα άλλα προστέθηκαν για να στεγασθούν οι συνασκητές του.
Στο κέντρο του συγκροτήματος δεσπόζουν οι μεγαλοπρεπείς και εντυπωσιακοί ναοί: αριστερά της Παναγίας, δεξιά του Οσίου Λουκά, που συνδέονται μεταξύ τους.
Δείτε επίσης video από την εκπομπή "ΜΕΝΟΥΜΕ ΕΛΛΑΔΑ - Στή Μονή Οσίου Λουκά
Ναός της Παναγίας στη μονή του Οσίου Λουκά
Η εκκλησία της Παναγίας είναι η παλαιότερη από τις δύο εκκλησίες του μοναστηριακού συγκροτήματος. Χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 10ου αι. Κτισμένη σύμφωνα με τα κωνσταντινουπολίτικα πρότυπα, η εκκλησία κατέχει μια εξέχουσα θέση στην ιστορία της βυζαντινής αρχιτεκτονικής στην Ελλάδα. Η αρχιτεκτονική μορφή και ο τρόπος δομής, η εκλέπτυνση στη διάρθωση των εξωτερικών επιφανειών και ο εξαιρετικός πλούτος στον αρχιτεκτονικό διάκοσμο προκάλεσαν από νωρίς το ενδιαφέρον των μελετητών.
Το Ιερό της Παναγίας εσωτερικά σχηματίζει τρεις ημικυκλικές κόγχες αλλά εξωτερικά είναι ημιεξάγωνες. Έχει νάρθηκα ευρύχωρο, στον οποίο προστέθηκε μεταγενέστερα και προστώο. Είναι ενδιαφέρουσα η τοιχοδομία στο εσωτερικό και σώζονται λίγα δείγματα τοιχογραφιών, από τα οποία συνάγεται ότι ο ζωγραφικός διάκοσμος του χρονολογείται από τον 11ο ή 12ο αιώνα. Εξωτερικά ο ναός αυτός της Παναγίας παρουσιάζει ένα από τα καλύτερα δείγματα αρχιτεκτονικής και διακοσμητικής της βυζαντινής περιόδου.
Ως προς τον αρχιτεκτονικό τύπο ανήκει στο σύνθετο τετρακιόνιο σταυροειδή εγγεγραμμένο ναό με τρούλο, τον τύπο δηλαδή που χαρακτηρίζει την αρχιτεκτονική σχολή της Κωνσταντινούπολης. Όπως συχνά συμβαίνει στα μοναστήρια, στον κυρίως ναό έχει προσαρτηθεί ευρύχωρος νάρθηκας, η λιτή. Δυτικά της λιτής, ο ιδιότυπος εξωνάρθηκας αποτελείται από ένα ανοικτό προστώο με δύο κλειστά διαμερίσματα στα δύο άκρα, τα οποία προεξείχαν από το περίγραμμα του κυρίως ναού. Το νότιο διαμέρισμα του εξωνάρθηκα ενσωματώθηκε στη μεταγενέστερη εκκλησία, το καθολικό της μονής. Στη διάρκεια αναστηλωτικών εργασίων, κάτω από την ορθομαρμάρωση του καθολικού αποκαλύφθηκε μια εξαιρετική τοιχογραφία, που διακοσμούσε άλλοτε τον ανατολικό τοίχο του νοτίου διαμερίσματος του εξωνάρθηκα. Η μοναδική τοιχογραφία που σώθηκε από την αρχική διακόσμηση του ναού της Παναγίας ιστορεί την εμφάνιση του αρχάγγελου Μιχαήλ στον Ιησού του Ναύη πριν από την άλωση της Ιεριχώ. Τοιχογραφίες διασώζονται και στο νότιο σκέλος του σταυρού και το διακονικό. Παριστάνονται συνολικά πέντε μορφές ιεραρχών που έχουν χρονολογηθεί στο τέλος του 12ου αι.
Καθολικό μονής Οσίου Λουκά
Μισό αιώνα, περίπου, μετά το ναό της Παναγίας χρειάσθηκε να ανεγερθεί και ο δεύτερος, ο μεγαλύτερος, ο αφιερωμένος ναός στον όσιο ιδρυτή (1011). Επί χίλια τώρα έτη δεν έπαυσε ο ναός αυτός να προκαλεί κατάπληξη και αισθήματα θαυμασμού με τη μεγαλοπρέπεια και τον πλουσιότατο και τέλειο εσωτερικό του διάκοσμο (ψηφιδωτά, τοιχογραφίες), γεγονός που γεννά την πεποίθηση ότι ανοικοδομήθηκε με γενναίες βασιλικές και ηγεμονικές χορηγίες.
Ἡ οἰκοδομὴ τοῦ Καθολικοῦ, ποὺ τοποθετεῖται χρονολογικὰ στὶς πρῶτες δεκαετίες τοῦ 11ου αἰ., ἀποδίδεται, σύμφωνα μὲ τὴν παράδοση, σὲ τρεῖς αὐτοκράτορες τοῦ Βυζαντίου: Τὸν Ρωμανὸ Β΄ (959-963), τὸν Βασίλειο τὸν Βουλγαροκτόνο (976-1028) καὶ τὸν Κωνσταντῖνο Θ΄ τὸ Μονομάχο (1042-1056).
Ὁ Ὅσιος Λουκᾶς εἶχε προφητέψει τὸ 941 ὅτι «Ρωμανὸς Κρήτην χειροῦται», θὰ ἐλευθερώσει δηλαδὴ τὴν Κρήτη ἀπὸ τοὺς Σαρακηνούς. Ὅταν ρωτήθηκε ἂν ἐπρόκειτο γιὰ τὸν αὐτοκράτορα Ρωμανὸ Α ΄ ποὺ βασίλευε τὴν ἐποχὴ ἐκείνη, ἀπάντησε «οὐχ οὗτος ἀλλ’ ἔτερος». Ἔτσι ἡ ἀνέγερση τοῦ Καθολικοῦ συνδυάστηκε μὲ τὴν προφητεία αὐτή, γιατί ἦταν ἑπόμενο ὁ αὐτοκράτορας τοῦ Βυζαντίου Ρωμανὸς Β΄ νὰ θέλησε νὰ ἀνεγείρει ἕναν μεγαλοπρεπῆ ναὸ ἀπὸ εὐγνωμοσύνη στὸν Ὅσιο γιὰ τὴν ἀπελευθέρωση τῆς Κρήτης (961), ὅπως εἶχε προφητέψει εἴκοσι χρόνια νωρίτερα. Ὅμως ὁ Ρωμανὸς Β΄ ἀπεβίωσε τὸ 963, δύο χρόνια μετὰ τὴν ἀνακατάληψη τῆς Κρήτης. Ἑπομένως τὸ χρονικὸ διάστημα τῶν δύο ἐτῶν ποὺ μεσολάβησε κρίνεται ἀνεπαρκὲς γιὰ τὴν ἀποπεράτωση τοῦ μεγαλεπήβολου αὐτοῦ ἔργου.
Τίποτε τὸ συγκεκριμένο δὲν προκύπτει γιὰ τὴν ἵδρυση τοῦ Καθολικοῦ κατὰ τὴν βασιλεία τοῦ Βασιλείου Β΄ τοῦ Βουλγαροκτόνου, ἀφοῦ τὸ σημαντικότατο αὐτὸ γεγονὸς δὲν μνημονεύεται στὶς λεπτομερεῖς περιγραφὲς τῶν συγγραφέων γιὰ τὴ θριαμβευτικὴ πορεία τοῦ αὐτοκράτορα ἀπὸ τὴν Ἀχρίδα στὴν Ἀθήνα (1018-1019).
Ἀντίθετα ὑποστηρίχθηκε ἡ ἐκδοχὴ τῆς συμβολῆς τοῦ αὐτοκράτορα Κωνσταντίνου Θ΄ τοῦ Μονομάχου στὴν ἀνέγερση τοῦ Καθολικοῦ, γιατί: α) κατὰ τὴ διάρκεια τῆς βασιλείας του ἀναζωογονήθηκαν οἱ τέχνες καὶ τὰ γράμματα καὶ δαπανήθηκαν μεγάλα ποσὰ γιὰ τὴν ἵδρυση μεγαλόπρεπων ναῶν καὶ κοινωφελῶν ἱδρυμάτων καὶ β) κατὰ μία σημαντικότατη πληροφορία ποὺ παρέχει ὁ περιηγητὴς Κυριακὸς ὁ Ἀγκωνίτης (1391-1455), ἡ οἰκοδομὴ τοῦ Καθολικοῦ τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ πραγματοποιήθηκε κατὰ τὴ διάρκεια τῆς βασιλείας τοῦ Μονομάχου (1042-1055). Τὴ Μονὴ ἐπισκέφθηκε ὁ Κυριακὸς κατὰ τὴν περιοδεία του στὴν Ἑλλάδα ἀπὸ τὸ τέλος τοῦ 1435 ὡς τὸ Μάρτιο τοῦ 1436. Ὁ περιηγητὴς ἔγραψε «ἰδίᾳ χειρί», μικρὸ κείμενο, στὸ ὁποῖο ἀναφέρει ὅτι ὁ ναὸς τοῦ Ὁσίου Λουκᾶ κτίστηκε ἀπὸ τὸν αὐτοκράτορα Κωνσταντῖνο Θ΄ τὸν Μονομάχο καὶ ὅτι τὴν πληροφορία αὐτὴ τὴ διάβασε σὲ παλαιότατο βιβλίο τῆς Μονῆς.
Ἡ θεωρία ἡ ὁποία συνδέει τὴν ἵδρυση τοῦ μεγαλόπρεπου ναοῦ μὲ τὴν ἀριστοκρατία τῆς πλούσιας Θήβας τῆς ἐποχῆς αὐτῆς ἀντικρούεται ἀπὸ τὸ γεγονὸς ὅτι ὁ ὄγκος τοῦ κτιρίου, τὸ εἶδος καὶ ἡ ἀξία τῶν ὑλικῶν του παραπέμπουν σὲ πλούσια βασιλικὰ θησαυροφυλάκια καὶ καλλιτέχνες ποὺ κόσμησαν αὐτοκρατορικὰ κτίσματα. Ἡ προσωνυμία «βασιλομονάστηρο» ἀποδίδει τὴν αὐτοκρατορικὴ καταγωγὴ τῆς Μονῆς, καθὼς καὶ τὴν αἴσθηση τοῦ πλούτου καὶ τῆς τελειότητας τοῦ μνημείου ἀπὸ τοὺς μεταγενέστερους.
Η κεντρική εκκλησία του μοναστικού συμπλέγματος, το καθολικό, κτίστηκε νότια του ναού της Παναγίας για να στεγάσει το θαυματουργό λείψανο του οσίου Λουκά. Ανήκει στον τύπο των «ηπειρωτικών οκταγωνικών ναών? και μάλιστα θεωρείται το πρότυπο όλων των μεταγενέστερων ναών αυτού του τύπου. Στους οκταγωνικούς ναούς, που κατ'ουσίαν είναι σταυροειδείς ναοί, μόνο η στήριξη του τρούλου είναι οκταγωνική ενώ ο κεντρικός χώρος κάτω από αυτόν παραμένει τετράγωνος. Το καθολικό του Οσίου Λουκά χαρακτηρίζεται για τον ευρύ τρούλο του (διαμέτρου 9 μ. περίπου) και αντίστοιχα το διευρημένο εννιαίο τετράγωνο χώρο κάτω από αυτόν. Το βάρος του τρούλου φέρουν οκτώ ογκώδεις πεσσοί που γεφυρώνονται σε μεγάλο ύψος, από τέσσερα μεγάλα τόξα ανάμεσα σε τέσσερα ημιχώνια. Από τα παρεκκλήσια που πλαισιώνουν τον τετράγωνο πυρήνα ιδιαίτερη σημασία έχει το βορειανατολικό γιατί εκεί, και στο σημείο επικοινωνίας με τη βόρεια κεραία του σταυρού έχει τοποθετηθεί η μαρμάρινη λειψανοθήκη του οσίου. Είναι το τμήμα του καθολικού που συνδέεται με το ναό της Παναγίας, διευκολύνοντας τη διεύλευση των προσκυνητών μπροστά από το λείψανο και την εισοδό τους στο ναό της Παναγίας. Ταυτόχρονα με το καθολικό κτίσθηκε η κρύπτη που έχει σε κάτοψη το σχήμα σταυροειδούς τετρακιόνιου ναού. Στην κρύπτη στεγάζεται ο αρχικός τάφος του οσίου Λουκά, που βρίσκεται στο βόρειο τοίχο, ακριβώς κάτω από το χώρο του καθολικού, όπου τοποθετήθηκε η λειψανοθήκη του οσίου. Δύο ακόμα τάφοι στην κρύπτη ανήκουν σε επιφανείς ηγούμενους του μοναστηριού.
Ο επισκέπτης του καθολικού εντυπωσιάζεται από τον πλούσιο εσωτερικό διάκοσμο. Συνθέσεις από χρωματιστά μάρμαρα καλύπτουν το δάπεδο του ναού, όπως και τις κατακόρυφες επιφάνειες των τοίχων. Τα λαμπρά ψηφιδωτά που κοσμούν τις ανώτερες επιφάνειες του καθολικού, αποτελούν ένα από τα σημαντικότερα ψηφιδωτά σύνολα της μεσοβυζαντινής τέχνης. Χρονολογούνται γύρω στη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 11ου αι., είναι δηλαδή πρωιμότερα από τα άλλα δύο μεγάλα ψηφιδωτά σύνολα του ελλαδικού χώρου, αυτά της Νέας Μονής Χίου και του Δαφνιού. Στη κόγχη του ιερού απεικονίζεται η Παναγία ένθρονη Βρεφοκρατούσα, ενώ στο χαμηλό θόλο πάνω από το ιερό παριστάνεται η Πεντηκοστή. Στο μεγάλο τόξο επάνω από την είσοδο του ιερού εικονίζονται οι δύο αρχάγγελοι Μιχαήλ και Γαβριήλ. Ο χριστολογικός κύκλος αντιπροσωπεύεται με τέσσερις σκηνές στα ημιχώνια (ο Ευαγγελισμός που δεν σώζεται, η Γέννηση, η Υπαπαντή και η Βάπτιση) και με τέσσερις σκηνές από τον κύκλο του Πάθους (ο Νιπτήρας, η Σταύρωση, η Ανάσταση και η Ψηλάφηση του Θωμά). Στο διακονικό διατηρούνται δύο σκηνές της Παλαιάς Διαθήκης, ο Δανιήλ στο λάκκο των Λεόντων και οι Τρεις Παίδες στην κάμινο. Τη ψηφιδωτή διακόσμηση συμπληρώνουν παρααστάσεις ενός πολύ μεγάλου αριθμού αγίων, κυρίως μοναχών, ιεραρχών, στρατιωτικών αγίων και αγίων ιατρών.
Τα δύο παρεκκλήσια, βορειοδυτικό και νοτιοδυτικό, μικρό τμήμα του βορειοανατολικού διαμερίσματος και η κρύπτη κοσμούνται με τοιχογραφίες που χροονολογούνται στο τρίτο τέταρτο του 11ου αι.
Ναός-κρύπτη Αγίας Βαρβάρας
Δύο χρόνια μετὰ τὸ θάνατο τοῦ Ὁσίου οἱ μαθητὲς καὶ συμμοναστές του τελειοποίησαν καὶ κόσμησαν τὴν εκκλησία-κρύπτη τῆς Ἁγίας Βαρβάρας, μετέβαλλαν τὸ κελλὶ ὅπου τάφηκε ὁ Ὅσιος (στον κάτω όροφο-υπόγειο του μεγάλου ναού) σὲ «ἱερὸ εὐκτήριο» μὲ σχῆμα σταυρικὸ καὶ ἀνοικοδόμησαν νέα κελλιὰ καὶ ξενῶνες. Ἑπομένως, τὸ ἔτος 955 ὑπῆρχε μία πρώτη μοναστικὴ κοινότητα. Σύμφωνα μὲ τὸν Ε. Στίκα ὁ ναὸς τῆς Ἁγίας Βαρβάρας ταυτίζεται μὲ τὸ ναὸ τῆς Παναγίας καὶ ὁ εὐκτήριος οἶκος μὲ τὴν Κρύπτη. Διασώζονται οι αξιόλογες τοιχογραφίες του.
Το 1950 χαρακτηρίστηκε αρχαιολογικός χώρος. Ύστερα από επίπονες προσπάθειες του Σεβασμιότατου Μητροπολίτου Θηβών και Λεβαδείας κ. Ιερωνύμου δόθηκε το 1987 εκ νέου ο ναός του Οσίου Λουκά σε λειτουργική χρήση.
Στοιχεία επικοινωνίας
Ἱερὰ Μονὴ Ὁσίου Λουκᾶ
Στείρι Βοιωτίας
Τηλ. +30 22670-22228 & 21164
rg.sakuolsoiso|ofni#rg.sakuolsoiso|ofni
Βιβλιογραφία
- Χατζηδάκης Μ., "Περί μονής Οσίου Λουκά νεώτερα", Ελληνικά 25 (1972), 298-313
- Pallas D., "Zur Topographie und Chronologie von Hosios Lukas", ByzZ 78 (1985), 94-107
- Oikonomides N., "The first century of the Monastery at Hosios Loukas", DOP 46 (1992), 245-255
- Σοφιανός Δ.Ζ., Όσιος Λουκάς. Ο βίος του Οσίου Λουκά του Στειριώτη. Προλεγόμενα - μετάφραση - κριτική έκδοση του κειμένου, Αθήνα 1989
- Χατζηδάκη Ν., Όσιος Λουκάς, Αθήνα 1996
Σχετικές συνδέσεις
Εξωτερικές συνδέσεις
Ιερά Βυζαντινή και Σταυροπηγιακή Μονή Οσίου Λουκά
ΥΠΟ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑ: Η Μονή Οσίου Λουκά Βοιωτίας ως Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO