Απόσπασμα από το βιβλίο του Σπυρίδωνος Φλώρου "ΛΕΒΑΔΕΙΑΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ Ἀθάμας – Λέβαδος - Τροφώνιος", έκδ. 2001.
Τό ὄνομα τῆς πόλεως
Η ΛΕΒΑΔΕΙΑ κατοικήθηκε ἀρχικῶς ἀπό τούς Ἀθαμάνες καί στήν συνέχεια ἀπό τούς Βοιωτούς. Ἐξ αὐτοῦ τοῦ λόγου, ἡ σημερινή τοπική διάλεκτος εἶναι κατά βάσιν αἰολική, ὁμοιάζουσα μέ τήν Θεσσαλική καί τήν Λεσβιακή, ἀλλά περισσότερον τραχεῖα ἀπό αὐτές, ὡς ἐπιβαρυνθεῖσα ἀπό τήν Βοιωτική.
Σύμφωνα μέ τήν παράδοση, ἡ πόλη ἔλαβε τό ὄνομα τοῦ οἴκιστοῦ της, τοῦ Λεβάδου καί στήν διαδρομή τῶν αιώνων ἀπαντᾶται διαδοχικῶς μέ τούς τύπους, Λεβάδεια, Λεβάδια, Λεβαδία, Λεβαδειά, Λεβαδιά, ἀλλά καί Λειβαδία, Λιβαδία, Λειβαδειά, Λειβαδιά, Λιβάδια, Λιβαδειά.
Εἰδικώτερα:
Ὁ τύπος Λεβάδεια χρησιμοποιεῖται ἀποκλειστικῶς, ἀπό τήν ἀρχαιότητα καί μέχρι, τουλάχιστον, τήν πρώτη μετά Χριστόν χιλιετία. Ἔτσι, στόν Ἡρόδοτο (485 - 421 π.Χ.), τόν Ξενοφῶντα (430 - 354 π.Χ.), τόν Στράβωνα (65 π.Χ. - 23 μ.Χ.), τόν Πλούταρχο (50 -125 μ.Χ.), τόν Παυσανία (β' αἰ. μ.Χ.), τό λεξικό τοῦ Ἠσυχίου τοϋ Ἀλεξανδρέως (ε΄ αἰ. μ.Χ.), τό λεξικό τῆς Σούδας (θ' αἰ. μ.Χ.), ἀναγράφεται στερεοτύπως τό ὄνομα Λεβάδεια.
Κατά τήν δευτέρα μετά Χριστόν χιλιετία, ὁ τόνος τοῦ ὀνόματος ἐμφανίζεται μετατιθέμενος καί στήν παραλήγουσα. Ἔτσι, ὁ Λαόνικος Χαλκοκονδύλης (1480 μ.Χ.), ἀναφέρει τήν πόλη ὡς Λεβαδία καί στό ποίημα "Θρῆνος τῆς Κωνσταντινουπόλεως", (ἀγνώστου στοιχουργοῦ, πιθανόν τοῦΰ ἰέ' αἰῶνος), συναντῶνται οἵ γραφές, Λειβαδεία καί Λιβαδειά.
Ὅ τύπος Λειβαδιά, μέ τόν τόνο στήν λήγουσα, πρωτοεμφανίζεται τόν ιε' αἰ. μ.Χ. παραλλήλως μέ τούς τύπους "Λεβάδεια" καί "Λεβαδία". Ἡ Γεωγραφία τοῦ Μελετίου (μητροπολίτου Ἀθηνῶν κατά τήν δεκαετία 1703 -1713) γράφει: "Λεβαδία καί Λεβάδεια κοινῶς Λειβαδιά". 'Ἐπίσης, ἡ Νεωτερική Γεωγραφία τῶν Γρήγ. Κωνστανταᾶ (1753 -1844) καί Δανιήλ Φιλιππίδη (1758 - 1832) ἀναφέρει: "Λειβαδιά τό παλαιό Λεβάδεια καί Λεβαδία". Παρά ταῦτα, ἐπισήμως τό ὄνομα τῆς πόλεως παρέμενε "Λεβάδεια" διότι, ὅπως γράφει ὁ Δ. Καμπούρογλου - ἀναφερόμενος ἀπό τόν Λ. Βαγιακάκο - τό 1785 ὁ ἐπίσκοπος Ἀθηνῶν ἔφερε τόν τίτλο "μητροπολίτης Ἀθηνῶν καί Λεβαδείας".
Ἐκ τῶν ἀνωτέρω προκύπτει ὅτι τό ὄνομα τῆς πόλεως, παρουσιάζει δύο κύριες ἀλλοιώσεις. Ἀφ΄ ἑνός, κατεβάζει προοδευτικῶς τόν τόνο ἀπό τῆς προπαραληγούσης (Λεβάδεια) στήν παραλήγουσα (Λεβαδεία) καί ἀργότερα στήν λήγουσα (Λεβαδειά) καί ἀφ' ἑτέρου, μετατρέπει τό "ε" τῆς πρώτης συλλαβῆς σέ "ει" καί "ι".
Ἀλλοίωση τονισμοῦ: Γιά τήν πτώση τοῦ τόνου ἀπό τῆς προπαραληγούσης (Λεβάδεια) στήν παραλήγουσα (Λεβαδεία καί ἐξ ἰωτακισμοῦ Λεβαδία), ἐμφανιζόμενη σέ κείμενα τῆς δευτέρας μ.Χ. χιλιετίας, ἰως, εὐθύνεται ἡ ἐποχή τῆς Λατινοκρατίας. Ἡ πανσπερμία τῶν Δυτικῶν δυναστῶν τῆς πόλεως, φαίνεται πῶς, δέν ἄντεχε τόν τονισμό τοῦ ὀνόματος στήν προπαραλήγουσα, τονισμό μέ τόν ὁποῖον, οἱ Φράγκοι δέν ἦσαν ἐξοικιωμενοι, γιαυτό καί ἴσως τόν κατέβασε στήν παραλήγουσα, προσαρμόζοντάς τον στίς ἀπαιτήσεις τῶν ἰδικῶν της διαλέκτων.
Ὅσον ἀφορᾶ στήν μετάπτωση τοῦ τόνου στήν λήγουσα, αὐτή εἶναι μᾶλλον συνέπεια τοῦ ποιητικοῦ μέτρου. Συγκεκριμένως, ἡ φήμη τῆς πόλεως, προοδευτικῶς ἀνερχομένης καί δεσποζούσης στόν χῶρο τῆς Κεντρικῆς Ἑλλάδος, συνοδεύεται καί ἀπό τήν διάδοση τοῦ πασίγνωστου δημοτικοῦ τραγουδιοῦ τῶν "Σαράντα Παλληκαριῶν", τό ὁποῖο, χάριν τοῦ τονικοῦ μέτρου, ὑποχρεοῦται σέ μερικές περιπτώσεις νά μεταθέτη τόν τόνο τῶν λέξεων. Π.χ. ἡ προπαροξύτονη μεσαιωνική λέξη "ὀρμήνεια", πού συναντοῦμε στήν φράση "τοῦ γέρου τήν ὀρμήνεια τήν ξεχασανε", σέ ἄλλη περίπτωση, ἀναγκάζεται, λόγῳ τοῦ μέτρου, νά κατεβάση τόν τόνο στήν λήγουσα καί νά μετατραπῆ σέ "ὀρμηνειά", ὅπως στόν στίχο "γυρεύουν ἕναν γέρο γιά τήν ὀρμηνειά". Μέ τήν ἴδια ἔννοια, ὁ πρῶτος στίχος τοῦ τραγουδιοῦ, "Σαράντα παλληκάρια ἀπό τή Λεβαδειά", τονίζει τό ὄνομα τῆς πόλεως στήν λήγουσα, χάριν τοῦ τονικοῦ μέτρου, παρ' ὅλον ὅτι τό ὄνομά της εἶναι προπαροξύτονο (Λεβάδεια).
Τό τραγούδι τῶν "Σαράντα Παλληκαριών", εὐρύτατα διαδεδομένο σέ ὁλόκληρο τόν ἑλληνικό χῶρο, ἄν καί συναντᾶται σέ πλῆθος παραλλαγῶν, διατηρεῖ πάντοτε ἀναλλοίωτον τόν πρῶτο στίχο "σαράντα παλληκάρια ἀπό τή Λεβαδειά" καί μέ αὐτόν τόν τρόπο, ὁ τύπος "Λεβαδειά", παγιώθηκε πανελληνίως. Ἔτσι, διετηρήθησαν σέ χρήση, οἱ μέν τύποι "Λεβάδεια" καί "Λεβαδία", στήν ἐπίσημη καί γραπτή ἀπόδοση τοῦ ὀνόματος, ὁ δέ τύπος "Λεβαδειά", στήν προφορική ἔκφραση.
Μετά τήν ἀπελευθέρωση ἀπό τόν τουρκικό ζυγό, οἱ λόγιοι τῆς ἐποχῆς παραγκώνισαν τόν τύπο "Λεβαδειά" καί ἄλλοι μέν, χρησιμοποίησαν τό μεσαιωνικό "Λεβαδία", ἄλλοι δέ, τό ἀρχαιότερο καί ἀκριβέστερο "Λεβάδεια". Δεῖγμα τῆς δευτέρας περιπτώσεως εἶναι μία ἀνώνυμη ἐπιστολή, δημοσιευθεῖσα στό φύλλο 1316 τῆς ἐφημερίδας "Αὐγή", μέ ἡμερομηνία 17 Νοεμβρίου 1864, τήν ὁποία ἀναφέρει ὁ Λάππας.[1] Ὁ ἐπιστολογράφος ἀπορρίπτοντας, ἄνευ ἑτέρου, τόν τύπο '"Λεβαδία", δέχεται τό "Λεβαδειά" καί τό «νεωτεριστικώτερον», ὅπως τό χαρακτηρίζει, "Λεβαδειά", γιά νά ἐξηγήση περαιτέρω, ὁτι, ἡ πόλη ἦταν "Λεβαδειά", μέ τόν τόνο στήν λήγουσα, κατά τό διάστημα τῆς δουλείας, τώρα ὅμως πού ἀπελευθερωθεῖσα, ὕψωσε ἐλεύθερο τό ἀνάστημα, σήκωσε καί τόν τόνο στήν προπαραλήγουσα, ὡς "Λεβάδεια". Εἰς ἐπίρρωσιν τοῦ ἰσχυρισμοῦ του, ἀναφέρει τό ἀκόλουθο τετράστιχο:
Ἡ τότε Λεβαδειά, τόν τόνον ἔχουσα
ἐν τέλει, σκυπτή ὅθεν καί δουλεύουσα,
Λεβάδεια δέ τώρα μέ ὑπερήφανον
ἀνάστημα καί ἦθος σφόδρα ἐλεύθερον.
Ἀλλοίωση τῆς πρώτης συλλαβῆς: Τό ὄνομα Λεβαδειά, προφερόμενο στήν τοπική διάλεκτο, ὑπόκειται σέ δύο γλωσσικά φαινόμενα.
Τό πρῶτο φαινόμενο ὀφείλεται στό γεγονός ὁτι, ἡ ἑλληνική γλώσσα, πλέον τῶν 24 γραμμάτων, χρησιμοποιεῖ καί φθόγγους πού προφέρονται μέν, ἀλλά δέν γράφονται. Λ.χ. ἡ προφορά τοῦ συμφώνου <γ> διαφέρει μεταξύ τῶν λέξεων «[γ]οργᾶ» καί «[γ]έρος». Στήν λέξη «[γ]έρος», μεταξύ τοϋ <γ> καί τοῦ <ε> ὑποψιαζόμαστε τήν ὕπαρξη κάποιου <ι>, ὥστε, ἄν ἐπιχειρούσαμε νά γράψουμε φωνητικῶς τήν λέξη «γέρος», θά τήν ἀποδίδαμε ὡς «[γ]<ι>ἔρος. Ὅμως, αὐτό τό ὑποψιαζόμενο <ι> δέν εἶναι τό φωνῆεν ἰῶτα, ἀλλά ἑνα ἁπλό ἡμίφωνο. Πρόκειται δηλαδή γιά οὐρανική προφορά τοῦ προηγουμένου συμφώνου, γιά φωνητική προέκταση τοῦ συμφώνου <γ>, τό ὁποῖο ἐκφερόμενο, ἀναγκάζει τήν γλῶσσα νά προτείνεται, νά πλαταίνη, μέ ἀποτέλεσμα νά ἀλλάσση τήν ἠχητική του ἀξία. Γραπτῶς, τό ἡμίφωνο ἀποδίδεται ὡς ἀνάστροφο <ι> μέ μία περισπωμένη στήν βάση του. Ὁμοία φωνητική διαφοροποίηση ἐμφανίζουν καί τά σύμφωνα κ, λ, ν, χ.
Τό δεύτερο φαινόμενο εἶναι τοπικό. Εἶναι ἡ συνήθεια ἀπαλείψεως κάποιων φωνηέντων, τόσο σέ καταλήξεις, ὅσο καί στό μέσον τῶν λέξεων. Ἐπί παραδείγματι, ἡ λέξη κορυφή, προφέρεται, ὡς κορ'φή, ἡ λέξη μεσημέρι, ὡς μησ'μέρ' κ.ο.κ.
Σέ κάποιες λέξεις συναντᾶται συνδιασμός τῶν δύο προαναφερθέντων φαινομένων, ὅπως στήν λέξη "παλληκάρι", ὅπου τό μέν <η> ἀπαλείφεται μέ ἀπ'εὐθείας μεταπήδηση ἀπό τοῦ <λ> στό <κ>, τό δέ <λ> προεκτείνεται σέ {<λ> + ἡμιφωνο} καί ἀκούεται ὡς «παλλ'κάρ'».
Τό ἴδιο συμβαίνει καί στήν προφορά τῆς λέξεως «Λεβαδειά». Τό <ε> μεταξύ τοϋ <Λ> καί τοῦ <β> ἀπαλείφεται καί ἀπό τοῦ <Λ> μεταβαίνουμε στό <β> προφέροντας τό <Λ> ὡς (<Λ> + ἡμίφωνο).
Ὁ τρόπος αὐτός προφορᾶς, ὁμολογουμένως, δυσκολεύει ἀρκετά, ὅσους δέν εἶναι ἐξοικιωμένοι μέ τήν βοιωτική διάλεκτο.
Ἀλλά καί κάποιοι λογοτέχνες, πού ἤθελαν νά ἀποδώσουν γραπτῶς τήν ἄρθρωση τοῦ ἡμιφώνου, γιά νά μιμηθοῦν τό τοπικό ἰδίωμα, παρενέβαλαν ἑνα <ει> μεταξύ τοῦ <Λ> καί τοῦ <β>, γράφοντας «Λ<ει>βαδιά». Στήν ἐπιλογή τοῦ <ει>, πιθανόν νά παρασύρθηκαν ἀπό τήν ἠχητικῶς παραπλήσια λέξη «λειβάδι» (ἀντί τοϋ ὀρθοῦ "λιβάδι"). Ὁ Σταγειρίτης στά Ἠπειρωτικά (1819), νομίζει ὁτι τό ὄνομα τῆς πόλεως ἦταν "Λειβάδι" καί ὅτι τροποποιήθηκε στήν ἐποχή του σέ "Λεβάδεια". Γράφει χαρακτηριστικῶς: "Λειβάδι πόλις τῆς Βοιωτίας ἐκεῖθεν διήρχετο ἡ ἀπό Κωνσταντινουπόλεως εἰς Ἀθήνας ὁδός, εἶναι ἡ σημερινή Λεβάδεια".
Ἐν τέλει, ἐνῶ, ὁ τύπος "Λεβάδεια", ἦταν καί διετηρήθη ὡς ἡ ἐπίσημη ὀνομασία τῆς πόλεως, παραλλήλως, προέκυψε καί ὁ παρεφθαρμένος τύπος "Λειβαδιά", ἄλλα, μόνον σέ λογοτεχνική χρήση.
Τόν τελευταῖο καιρό, οἱ ἀκρότητες τῆς λεγομένης «ἐκπαιδευτικῆς μεταρρύθμισης», ὡδήγησαν στήν «λαϊκοποίηση» τοῦ ὀνόματος τῆς πόλεως καί στήν ἐπίσημη μετωνομασία ἀπό «Λ<ε>βάδεια» σέ «Λ<ει>βαδιά» καί «Λ<ι>βαδειά». Βεβαίως, αὐτοί πού πρωτοστάτησαν στήν κακοποίηση τοῦ τοπωνυμίου, φαίνεται ὅτι, ἀκόμη καί ἄν διέμεναν σέ βοιωτικό χῶρο, θά μεγάλωσαν σέ περιβάλλον, μέ ἤχους ξένους πρός τήν βοιωτική προφορά. Δέν μπόρεσαν νά συλλάβουν τόν λεπτό ἦχο τοῦ ἡμιφώνου, πού ἔρχεται νά γεμίση τόν χῶρο τοῦ ἀπαλειφθέντος <ε> καί πίστεψαν ἐσφαλμένως, ὅτι, τό ἀπουσιάζον φωνῆεν <ε>, ἁπλῶς ἀντικαθίσταται ἀπό τό <ει>. Ἐπειδή ὅμως, γραμματικῶς δέν δικαιολογεῖται ἡ τροπή τοῦ <ε> σέ <ει>, βρέθηκε ὡς εὔκολη λύση, ἡ ὑποκατάσταση τοῦ <ει>, ἀπό τό <ι> καί ἔτσι, ἡ ἐπίσημη γραφή τοῦ ὀνόματος τῆς πόλεως, καθιερώθη ὡς «Λιβαδειά».
Στόν προφορικό λόγο, αὐτή ἡ ἐσφαλμένη παρεμβολή τοῦ <ι> μεταξύ τοῦ <Λ> καί τοῦ <β> σέ ἀναπλήρωση τοῦ ἀπαλειφόμενου <ε>, μέ ἄλλα λόγια, ἡ προσθήκη ἑνός πλήρους φωνήεντος <ι>, ἀμέσως μετά τό ἐκφερόμενο ἡμίφωνο, ἠχεῖ, στήν τοπική διάλεκτο, μέ τόν ἴδιο φαιδρό τρόπο, ποῦ ἠχοῦν οἱ τύποι «σταθ<ι>μός» ἀντί «σταθμός», «ἄριθ<ι>μός» ἀντί «ἀριθμός» καί «βαθ<ι>μός» ἀντί «βαθμός». Παρομοία καταπόνηση ὑφίσταται καί τό τοπωνύμιο "Χλιά" (= πηγή τῆς Ἕρκυνας). Ἐνῷ ἡ λέξη εἶναι τό θυλικό τοῦ "χλιός", λέξη πανάρχαιη, πού σημαίνει "χλιαρός", μερικοί παραποιοῦν τό ὄνομα καί τό προφέρουν ὡς "Χ<ι>λιά", ἀντί τοῦ ὀρθοῦ "Χλιά", ἀπό καθαρῶς «ἐπαρχιώτικη» ἀνασφάλεια.
Τελευταίως, κάποιοι ἔφθασαν στό σημεῖο νά ἀμφισβητήσουν καί τήν ἀρχαία παράδοση. Ἀποκρούουν τήν προέλευση τοΰ ὀνόματος τῆς πόλεως ἀπό τόν Λέβαδο καί διατυπώνουν τήν καινοφανῆ θεωρία ὅτι, τό ὄνομα "Λιβαδειά" προέρχεται ἀπό τό ρῆμα "λίβω". Δέν ἀρκεῖ δηλαδή, ὁτι υἱοθέτησαν ἐσφαλμένη γραφή, μέ τήν ὅποια ποδοπατοῦν Ἱστορία χιλιάδων ἐτῶν, ἀλλά, ἐπιχειροῦν, μέ τήν συνήθη ἄνεση τοῦ ἡμιμαθοῦς, νά τήν θεμελιώσουν καί ἐπιστημονικῶς.
Κάποιοι ἄλλοι, ὑπερακοντίζουν τά ἀνωτέρω, ἀποδίδοντες τό <ι> σέ… «ἰωτακισμό». Ὅμως, ὡς γνωστόν, τό σχετικό μεσαιωνικό φαινόμενο, ἀναφέρεται ἀποκλειστικῶς στήν τροπή τῶν <η>, <υ>, <ει> καί <οι>, σέ <ι>. Ἡ ἐφαρμογή τοῦ ἰωτακισμοῦ προϋποθέτει τήν ὕπαρξη ἑνός <ει>, τό ὁποῖο καί ἀποκλείεται ἐξ ὁρισμοῦ, διότι τό ὄνομα τῆς πόλεως εἶναι "Λ<ε>βάδεια" καί ὄχι "Λ<ει>βάδεια", ἀφοῦ καί τό ὄνομα τοῦ οἰκιστοῦ της ἦταν "Λ<έ>βαδος" καί ὄχι "Λ<εί>βαδος".
Εἴδαμε νωρίτερα ὅτι, οἱ Ἀθαμάνες τῆς Βοιωτίας ἐποίκησαν τά παράλια της Μικρᾶς Ἀσίας καί ἵδρυσαν τήν πόλη Τέω. Νοτιοανατολικῶς τῆς Τέω, ὑπάρχει καί ἡ πόλη Λέβεδος. Δεδομένου ὅτι, στήν ἑλληνική γλώσσα, τά φωνήεντα <α> καί <ε>, ἐναλλάσσονται ἐπιτρεπτῶς, ὅπως «β[α]λανίδι» > «β[ε]λανίδι», «δρ[ά]πανον» > «δρ[έ]πανον» κ.ο.κ., ἡ Μικρασιατική πόλη Λέβεδος, φέρει τό ὄνομα τοῦ Λεβάδου (Λέβ[α]δός > Λέβ[ε]δος). Τοῦτο ἀποδεικνύει ὅτι, οἱ Ἀθαμάνες τῆς Βορείου Βοιωτίας, πρόσφυγες στήν Μικρά Ἀσία, πλήν τῆς Τέω, ἔκτισαν καί μία νέα Λεβάδεια, μία Λέβεδο, διασώσαντες στήν ξενιτειά, τό ὄνομα τοῦ μυθικοῦ τους ἥρωος, τοῦ Λεβάδου.