Τό ὄ­νο­μα τῆς πό­λε­ως ΛΕΒΑΔΕΙΑ

Απόσπασμα από το βιβλίο του Σπυρίδωνος Φλώρου "ΛΕΒΑΔΕΙΑΚΗ ΤΡΙΛΟΓΙΑ Ἀθάμας – Λέβαδος - Τροφώνιος", έκδ. 2001.

Τό ὄ­νο­μα τῆς πό­λε­ως

levadiaki-trilogia.jpg

Η ΛΕΒΑΔΕΙΑ κα­τοι­κή­θη­κε ἀρ­χι­κῶς ἀ­πό τούς Ἀ­θα­μά­νες καί στήν συ­νέ­χεια ἀ­πό τούς Βοι­ω­τούς. Ἐξ αὐ­το­ῦ το­ῦ λόγου, ἡ ση­με­ρι­νή το­πι­κή δι­ά­λε­κτος εἶ­ναι κα­τά βά­σιν αἰ­ο­λι­κή, ὁ­μοι­ά­ζου­σα μέ τήν Θεσ­σα­λι­κή καί τήν Λε­σβια­κή, ἀλ­λά πε­ρισ­σό­τε­ρον τρα­χεῖ­α ἀ­πό αὐ­τές, ὡς ἐ­πι­βα­ρυν­θεῖ­σα ἀ­πό τήν Βοι­ω­τι­κή.

Σύμ­φω­να μέ τήν πα­ρά­δο­ση, ἡ πό­λη ἔ­λα­βε τό ὄνο­μα το­ῦ οἴ­κι­στο­ῦ της, το­ῦ Λε­βά­δου καί στήν δι­α­δρο­μή τῶν αιώνων ἀ­παν­τᾶ­ται δι­α­δο­χι­κῶς μέ τούς τύ­πους, Λε­βά­δεια, Λε­βά­δια, Λε­βα­δί­α, Λε­βα­δειά, Λε­βα­διά, ἀλ­λά καί Λει­βα­δί­α, Λι­βα­δί­α, Λει­βα­δειά, Λει­βα­διά, Λι­βά­δια, Λι­βα­δειά.

Εἰ­δι­κώ­τε­ρα:

Ὁ τύ­πος Λε­βά­δεια χρη­σι­μο­ποι­εῖ­ται ἀ­πο­κλει­στι­κῶς, ἀ­πό τήν ἀρ­χαι­ό­τη­τα καί μέ­χρι, του­λά­χι­στον, τήν πρώ­τη με­τά Χρι­στόν χι­λι­ε­τί­α. Ἔ­τσι, στόν Ἡ­ρό­δο­το (485 - 421 π.Χ.), τόν Ξε­νο­φῶν­τα (430 - 354 π.Χ.), τόν Στρά­βω­να (65 π.Χ. - 23 μ.Χ.), τόν Πλού­ταρ­χο (50 -125 μ.Χ.), τόν Παυ­σα­νί­α (β' αἰ. μ.Χ.), τό λε­ξι­κό το­ῦ Ἠ­συ­χί­ου το­ϋ Ἀ­λε­ξαν­δρέ­ως (ε΄ αἰ. μ.Χ.), τό λε­ξι­κό τῆς Σού­δας (θ' αἰ. μ.Χ.), ἀ­να­γρά­φε­ται στε­ρε­ο­τύ­πως τό ὄνο­μα Λε­βά­δεια.
Κα­τά τήν δευ­τέ­ρα με­τά Χρι­στόν χι­λι­ε­τί­α, ὁ τό­νος το­ῦ ὀ­νό­μα­τος ἐμ­φα­νί­ζε­ται με­τα­τι­θέ­με­νος καί στήν πα­ρα­λή­γου­σα. Ἔ­τσι, ὁ Λα­ό­νι­κος Χαλ­κο­κον­δύ­λης (1480 μ.Χ.), ἀ­να­φέ­ρει τήν πό­λη ὡς Λε­βα­δί­α καί στό ποί­η­μα "Θρῆ­νος τῆς Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως", (ἀ­γνώ­στου στοι­χουρ­γο­ῦ, πι­θα­νόν τοῦΰ ἰ­έ' αἰ­ῶ­νος), συ­ναν­τῶν­ται οἵ γρα­φές, Λει­βα­δεί­α καί Λι­βα­δειά.

Ὅ τύ­πος Λει­βα­διά, μέ τόν τό­νο στήν λή­γου­σα, πρω­το­εμ­φα­νί­ζε­ται τόν ιε' αἰ. μ.Χ. πα­ραλ­λή­λως μέ τούς τύ­πους "Λε­βά­δεια" καί "Λε­βα­δί­α". Ἡ Γε­ω­γρα­φί­α το­ῦ Με­λε­τί­ου (μη­τρο­πο­λί­του Ἀθηνῶν κα­τά τήν δε­κα­ε­τί­α 1703 -1713) γρά­φει: "Λε­βα­δί­α καί Λε­βά­δεια κοι­νῶς Λει­βα­διά". 'Ἐπίσης, ἡ Νε­ω­τερι­κή Γε­ω­γρα­φί­α τῶν Γρήγ. Κων­σταν­ταᾶ (1753 -1844) καί Δα­νι­ήλ Φι­λιπ­πί­δη (1758 - 1832) ἀ­να­φέ­ρει: "Λει­βα­διά τό πα­λαι­ό Λε­βά­δεια καί Λε­βα­δί­α". Πα­ρά τα­ῦ­τα, ἐ­πι­σή­μως τό ὄνο­μα τῆς πό­λε­ως πα­ρέ­με­νε "Λεβάδεια" δι­ό­τι, ὅπως γρά­φει ὁ Δ. Καμ­πού­ρο­γλου - ἀ­να­φε­ρό­με­νος ἀ­πό τόν Λ. Βα­γι­α­κά­κο - τό 1785 ὁ ἐ­πί­σκο­πος Ἀθηνῶν ἔ­φε­ρε τόν τί­τλο "μη­τρο­πο­λί­της Ἀθηνῶν καί Λε­βα­δεί­ας".
Ἐκ τῶν ἀ­νω­τέ­ρω προ­κύ­πτει ὅτι τό ὄνο­μα τῆς πό­λε­ως, πα­ρου­σιά­ζει δύ­ο κύ­ρι­ες ἀλ­λοι­ώ­σεις. Ἀ­φ΄ ἑ­νός, κα­τε­βά­ζει προ­ο­δευ­τι­κῶς τόν τό­νο ἀ­πό τῆς προ­πα­ρα­λη­γού­σης (Λε­βά­δεια) στήν πα­ρα­λή­γου­σα (Λε­βα­δεί­α) καί ἀρ­γό­τε­ρα στήν λή­γου­σα (Λε­βα­δειά) καί ἀ­φ' ἑ­τέ­ρου, με­τα­τρέ­πει τό "ε" τῆς πρώ­της συλ­λα­βῆς σέ "ει" καί "ι".

Ἀλλοίωση το­νι­σμοῦ: Γιά τήν πτώ­ση το­ῦ τό­νου ἀ­πό τῆς προ­πα­ρα­λη­γού­σης (Λε­βά­δεια) στήν πα­ρα­λή­γου­σα (Λε­βα­δεί­α καί ἐξ ἰ­ω­τα­κι­σμοῦ Λε­βα­δί­α), ἐμ­φα­νι­ζό­με­νη σέ κεί­με­να τῆς δευ­τέ­ρας μ.Χ. χι­λι­ε­τί­ας, ἰως, εὐ­θύ­νε­ται ἡ ἐ­πο­χή τῆς Λα­τι­νο­κρα­τί­ας. Ἡ παν­σπερ­μί­α τῶν Δυ­τι­κῶν δυ­να­στῶν τῆς πό­λε­ως, φαί­νε­ται πῶς, δέν ἄν­τε­χε τόν το­νι­σμό το­ῦ ὀ­νό­μα­τος στήν προ­πα­ρα­λή­γου­σα, το­νι­σμό μέ τόν ὁ­ποῖ­ον, οἱ Φράγ­κοι δέν ἦσαν ἐξοι­κι­ω­με­νοι, γιαυ­τό καί ἴ­σως τόν κα­τέ­βα­σε στήν πα­ρα­λή­γου­σα, προ­σαρ­μό­ζον­τάς τον στίς ἀ­παι­τή­σεις τῶν ἰ­δι­κῶν της δι­α­λέ­κτων.
Ὅ­σον ἀ­φο­ρᾶ στήν με­τά­πτω­ση τοῦ τό­νου στήν λή­γου­σα, αὐ­τή εἶ­ναι μᾶλ­λον συ­νέ­πεια το­ῦ ποι­η­τι­κοῦ μέ­τρου. Συγ­κε­κρι­μέ­νως, ἡ φή­μη τῆς πό­λε­ως, προ­ο­δευ­τι­κῶς ἀ­νερ­χο­μέ­νης καί δε­σπο­ζού­σης στόν χῶ­ρο τῆς Κεν­τρι­κῆς Ἑλ­λά­δος, συ­νο­δεύ­ε­ται καί ἀ­πό τήν δι­ά­δο­ση το­ῦ πα­σί­γνω­στου δη­μο­τι­κοῦ τρα­γου­διοῦ τῶν "Σα­ράν­τα Παλ­λη­κα­ρι­ῶν", τό ὁ­ποῖ­ο, χά­ριν το­ῦ το­νι­κοῦ μέ­τρου, ὑ­πο­χρε­οῦ­ται σέ με­ρι­κές πε­ρι­πτώ­σεις νά με­τα­θέ­τη τόν τό­νο τῶν λέ­ξε­ων. Π.χ. ἡ προ­πα­ρο­ξύ­το­νη με­σαι­ω­νι­κή λέ­ξη "ὀρ­μή­νεια", πού συ­ναν­τοῦ­με στήν φρά­ση "το­ῦ γέ­ρου τήν ὀρ­μήνεια τήν ξε­χα­σανε", σέ ἄλ­λη πε­ρί­πτω­ση, ἀ­ναγ­κά­ζε­ται, λόγῳ το­ῦ μέ­τρου, νά κα­τε­βά­ση τόν τό­νο στήν λή­γου­σα καί νά με­τα­τρα­πῆ σέ "ὀρ­μη­νειά", ὅπως στόν στί­χο "γυ­ρεύ­ουν ἕ­ναν γέ­ρο γιά τήν ὀρ­μη­νειά". Μέ τήν ἴ­δια ἔν­νοι­α, ὁ πρῶ­τος στί­χος το­ῦ τρα­γου­διοῦ, "Σα­ράν­τα παλ­λη­κά­ρια ἀ­πό τή Λε­βα­δειά", το­νί­ζει τό ὄνο­μα τῆς πό­λε­ως στήν λή­γου­σα, χά­ριν το­ῦ το­νι­κοῦ μέ­τρου, πα­ρ' ὅλον ὅτι τό ὄνο­μά της εἶ­ναι προ­πα­ρο­ξύ­το­νο (Λε­βά­δεια).

Τό τρα­γού­δι τῶν "Σα­ράν­τα Παλ­λη­κα­ρι­ών", εὐ­ρύ­τα­τα δι­α­δε­δο­μέ­νο σέ ὁ­λό­κλη­ρο τόν ἑλ­λη­νι­κό χῶ­ρο, ἄν καί συ­ναν­τᾶ­ται σέ πλῆ­θος πα­ραλ­λα­γῶν, δι­α­τη­ρεῖ πάν­το­τε ἀ­ναλ­λοί­ω­τον τόν πρῶ­το στί­χο "σα­ράν­τα παλ­λη­κά­ρια ἀ­πό τή Λε­βα­δειά" καί μέ αὐ­τόν τόν τρό­πο, ὁ τύ­πος "Λε­βα­δειά", πα­γι­ώ­θη­κε πα­νελ­λη­νί­ως. Ἔ­τσι, δι­ε­τη­ρή­θη­σαν σέ χρή­ση, οἱ μέν τύ­ποι "Λε­βά­δεια" καί "Λε­βα­δί­α", στήν ἐ­πί­ση­μη καί γρα­πτή ἀ­πό­δο­ση το­ῦ ὀ­νό­μα­τος, ὁ δέ τύ­πος "Λε­βα­δει­ά", στήν προ­φο­ρι­κή ἔκ­φρα­ση.

Με­τά τήν ἀ­πε­λευ­θέ­ρω­ση ἀ­πό τόν τουρ­κι­κό ζυ­γό, οἱ λό­γιοι τῆς ἐ­πο­χῆς πα­ραγ­κώ­νι­σαν τόν τύ­πο "Λε­βα­δειά" καί ἄλ­λοι μέν, χρη­σι­μο­ποί­η­σαν τό με­σαι­ω­νι­κό "Λεβαδία", ἄλ­λοι δέ, τό ἀρ­χαι­ό­τε­ρο καί ἀ­κρι­βέ­στε­ρο "Λ­ε­βά­δεια". Δεῖγ­μα τῆς δευ­τέ­ρας πε­ρι­πτώ­σε­ως εἶ­ναι μί­α ἀ­νώ­νυ­μη ἐ­πι­στο­λή, δη­μο­σι­ευ­θεῖ­σα στό φύλ­λο 1316 τῆς ἐ­φη­με­ρί­δας "Αὐ­γή", μέ ἡ­με­ρο­μη­νί­α 17 Νο­εμ­βρί­ου 1864, τήν ὁ­ποί­α ἀ­να­φέ­ρει ὁ Λάπ­πας.[1] Ὁ ἐ­πι­στο­λο­γρά­φος ἀ­πορ­ρί­πτον­τας, ἄ­νευ ἑ­τέ­ρου, τόν τύ­πο '"Λε­βα­δί­α", δέ­χε­ται τό "Λε­βα­δειά" καί τό «νε­ωτε­ρι­στι­κώ­τε­ρον», ὅπως τό χα­ρα­κτη­ρί­ζει, "Λε­βα­δειά", γιά νά ἐ­ξηγή­ση πε­ραι­τέ­ρω, ὁτι, ἡ πό­λη ἦ­ταν "Λε­βα­δειά", μέ τόν τό­νο στήν λή­γου­σα, κα­τά τό δι­ά­στη­μα τῆς δου­λεί­ας, τώ­ρα ὅμως πού ἀ­πε­λευ­θε­ρω­θεῖ­σα, ὕ­ψω­σε ἐ­λεύ­θε­ρο τό ἀ­νά­στη­μα, σή­κω­σε καί τόν τό­νο στήν προ­πα­ρα­λή­γου­σα, ὡς "Λε­βά­δεια". Εἰς ἐ­πίρ­ρω­σιν το­ῦ ἰ­σχυ­ρι­σμοῦ του, ἀ­να­φέ­ρει τό ἀ­κό­λου­θο τε­τρά­στι­χο:

Ἡ τό­τε Λε­βα­δειά, τόν τό­νον ἔ­χου­σα
ἐν τέ­λει, σκυ­πτή ὅ­θεν καί δου­λεύ­ου­σα,
Λε­βά­δεια δέ τώ­ρα μέ ὑ­πε­ρή­φα­νον
ἀ­νά­στη­μα καί ἦ­θος σφό­δρα ἐ­λεύ­θε­ρον.

Ἀλλοίωση τῆς πρώ­της συλ­λα­βῆς: Τό ὄ­νο­μα Λε­βα­δειά, προ­φε­ρό­με­νο στήν το­πι­κή δι­ά­λε­κτο, ὑ­πό­κει­ται σέ δύ­ο γλωσ­σι­κά φαι­νό­με­να.

Τό πρῶ­το φαι­νό­με­νο ὀ­φεί­λε­ται στό γε­γο­νός ὁτι, ἡ ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα, πλέ­ον τῶν 24 γραμ­μά­των, χρη­σι­μο­ποι­εῖ καί φθόγ­γους πού προ­φέ­ρον­ται μέν, ἀλ­λά δέν γρά­φον­ται. Λ.χ. ἡ προ­φο­ρά το­ῦ συμ­φώ­νου <γ> δι­α­φέ­ρει με­τα­ξύ τῶν λέ­ξε­ων «[γ]ορ­γᾶ» καί «[γ]έ­ρος». Στήν λέ­ξη «[γ]έ­ρος», με­τα­ξύ το­ϋ <γ> καί το­ῦ <ε> ὑ­πο­ψι­α­ζό­μα­στε τήν ὕ­παρ­ξη κά­ποι­ου <ι>, ὥ­στε, ἄν ἐ­πι­χει­ρού­σα­με νά γρά­ψου­με φω­νη­τι­κῶς τήν λέ­ξη «γέ­ρος», θά τήν ἀ­πο­δί­δα­με ὡς «[γ]<ι>ἔ­ρος. Ὅ­μως, αὐ­τό τό ὑ­πο­ψι­α­ζό­με­νο <ι> δέν εἶ­ναι τό φω­νῆ­εν ἰῶ­τα, ἀλ­λά ἑνα ἁ­πλό ἡ­μί­φω­νο. Πρό­κει­ται δη­λα­δή γιά οὐ­ρα­νι­κή προ­φο­ρά το­ῦ προ­η­γου­μέ­νου συμ­φώ­νου, γιά φω­νη­τι­κή προ­έ­κτα­ση τοῦ συμ­φώ­νου <γ>, τό ὁ­ποῖ­ο ἐκ­φε­ρό­με­νο, ἀ­ναγ­κά­ζει τήν γλῶσ­σα νά προ­τεί­νε­ται, νά πλα­ταί­νη, μέ ἀ­πο­τέ­λε­σμα νά ἀλ­λάσ­ση τήν ἠ­χη­τι­κή του ἀ­ξί­α. Γρα­πτῶς, τό ἡ­μί­φω­νο ἀ­πο­δί­δε­ται ὡς ἀ­νά­στρο­φο <ι> μέ μί­α πε­ρι­σπω­μέ­νη στήν βά­ση του. Ὁ­μοί­α φω­νη­τι­κή δι­α­φο­ρο­ποί­η­ση ἐμ­φα­νί­ζουν καί τά σύμ­φω­να κ, λ, ν, χ.

Τό δεύ­τε­ρο φαι­νό­με­νο εἶ­ναι το­πι­κό. Εἶ­ναι ἡ συ­νή­θεια ἀ­πα­λεί­ψε­ως κά­ποι­ων φω­νη­έν­των, τό­σο σέ κα­τα­λή­ξεις, ὅσο καί στό μέ­σον τῶν λέ­ξε­ων. Ἐ­πί πα­ρα­δείγ­μα­τι, ἡ λέ­ξη κο­ρυ­φή, προ­φέ­ρε­ται, ὡς κο­ρ'­φή, ἡ λέ­ξη με­ση­μέ­ρι, ὡς μη­σ'­μέ­ρ' κ.ο.κ.

Σέ κά­ποι­ες λέ­ξεις συ­ναν­τᾶ­ται συν­δια­σμός τῶν δύ­ο προ­α­να­φερ­θέν­των φαι­νο­μέ­νων, ὅπως στήν λέ­ξη "παλ­λη­κά­ρι", ὅπου τό μέν <η> ἀ­πα­λεί­φε­ται μέ ἀ­π'εὐ­θεί­ας με­τα­πή­δη­ση ἀ­πό το­ῦ <λ> στό <κ>, τό δέ <λ> προ­ε­κτεί­νε­ται σέ {<λ> + ἡ­μι­φω­νο} καί ἀ­κού­ε­ται ὡς «παλ­λ'­κά­ρ'».
Τό ἴ­διο συμ­βαί­νει καί στήν προ­φο­ρά τῆς λέ­ξε­ως «Λε­βα­δειά». Τό <ε> με­τα­ξύ το­ϋ <Λ> καί το­ῦ <β> ἀ­πα­λεί­φε­ται καί ἀ­πό τοῦ <Λ> με­τα­βαί­νου­με στό <β> προ­φέ­ρον­τας τό <Λ> ὡς (<Λ> + ἡ­μί­φω­νο).

Ὁ τρό­πος αὐ­τός προ­φο­ρᾶς, ὁ­μο­λο­γου­μέ­νως, δυ­σκο­λεύ­ει ἀρ­κε­τά, ὅσους δέν εἶ­ναι ἐ­ξοι­κι­ω­μέ­νοι μέ τήν βοι­ω­τι­κή δι­ά­λε­κτο.
Ἀλλά καί κά­ποι­οι λο­γο­τέ­χνες, πού ἤ­θε­λαν νά ἀ­πο­δώ­σουν γρα­πτῶς τήν ἄρ­θρω­ση τοῦ ἡ­μι­φώ­νου, γιά νά μι­μη­θοῦν τό το­πι­κό ἰ­δί­ω­μα, πα­ρε­νέ­βα­λαν ἑνα <ει> με­τα­ξύ τοῦ <Λ> καί τοῦ <β>, γρά­φον­τας «Λ<ει>βα­διά». Στήν ἐ­πι­λο­γή τοῦ <ει>, πι­θα­νόν νά πα­ρα­σύρ­θη­καν ἀ­πό τήν ἠ­χη­τι­κῶς πα­ρα­πλή­σια λέ­ξη «λει­βά­δι» (ἀν­τί το­ϋ ὀρ­θοῦ "λι­βά­δι"). Ὁ Στα­γει­ρί­της στά Ἠπειρωτικά (1819), νο­μί­ζει ὁτι τό ὄ­νο­μα τῆς πό­λε­ως ἦ­ταν "Λει­βά­δι" καί ὅτι τρο­πο­ποι­ή­θη­κε στήν ἐ­πο­χή του σέ "Λε­βά­δεια". Γρά­φει χα­ρα­κτη­ρι­στι­κῶς: "Λει­βά­δι πό­λις τῆς Βοι­ω­τί­ας ἐ­κεῖ­θεν δι­ήρ­χε­το ἡ ἀ­πό Κων­σταν­τι­νου­πό­λε­ως εἰς Ἀθήνας ὁ­δός, εἶ­ναι ἡ ση­με­ρι­νή Λε­βά­δεια".

Ἐν τέ­λει, ἐ­νῶ, ὁ τύ­πος "Λε­βά­δεια", ἦ­ταν καί δι­ε­τη­ρή­θη ὡς ἡ ἐ­πί­ση­μη ὀ­νο­μα­σί­α τῆς πό­λε­ως, πα­ραλ­λή­λως, προ­έ­κυ­ψε καί ὁ πα­ρε­φθαρ­μέ­νος τύ­πος "Λει­βα­διά", ἄλ­λα, μό­νον σέ λο­γο­τε­χνι­κή χρή­ση.
Τόν τε­λευ­ταῖ­ο και­ρό, οἱ ἀ­κρό­τη­τες τῆς λε­γο­μέ­νης «ἐκ­παι­δευ­τι­κῆς με­ταρ­ρύθ­μι­σης», ὡδή­γη­σαν στήν «λα­ϊ­κο­ποί­η­ση» τοῦ ὀ­νό­μα­τος τῆς πό­λε­ως καί στήν ἐ­πί­ση­μη με­τω­νο­μα­σί­α ἀ­πό «Λ<ε>βά­δεια» σέ «Λ<ει>βα­διά» καί «Λ<ι>βα­δειά». Βε­βαί­ως, αὐ­τοί πού πρω­το­στά­τη­σαν στήν κα­κο­ποί­η­ση τοῦ το­πω­νυ­μί­ου, φαί­νε­ται ὅτι, ἀ­κό­μη καί ἄν δι­έ­με­ναν σέ βοι­ω­τι­κό χῶ­ρο, θά με­γά­λω­σαν σέ πε­ρι­βάλ­λον, μέ ἤ­χους ξέ­νους πρός τήν βοι­ω­τι­κή προ­φο­ρά. Δέν μπό­ρε­σαν νά συλ­λά­βουν τόν λε­πτό ἦ­χο τοῦ ἡ­μι­φώ­νου, πού ἔρ­χε­ται νά γε­μί­ση τόν χῶ­ρο τοῦ ἀ­πα­λει­φθέν­τος <ε> καί πί­στε­ψαν ἐ­σφαλ­μέ­νως, ὅτι, τό ἀ­που­σιά­ζον φω­νῆ­εν <ε>, ἁ­πλῶς ἀν­τι­κα­θί­στα­ται ἀ­πό τό <ει>. Ἐπειδή ὅμως, γραμ­μα­τι­κῶς δέν δι­και­ο­λο­γεῖ­ται ἡ τρο­πή τοῦ <ε> σέ <ει>, βρέ­θη­κε ὡς εὔ­κο­λη λύ­ση, ἡ ὑ­πο­κα­τά­στα­ση τοῦ <ει>, ἀ­πό τό <ι> καί ἔ­τσι, ἡ ἐ­πί­ση­μη γρα­φή τοῦ ὀ­νό­μα­τος τῆς πό­λε­ως, κα­θι­ε­ρώ­θη ὡς «Λι­βα­δειά».

Στόν προ­φο­ρι­κό λό­γο, αὐ­τή ἡ ἐ­σφαλ­μέ­νη πα­ρεμ­βο­λή τοῦ <ι> με­τα­ξύ τοῦ <Λ> καί τοῦ <β> σέ ἀ­να­πλή­ρω­ση τοῦ ἀ­πα­λει­φό­με­νου <ε>, μέ ἄλ­λα λό­για, ἡ προ­σθή­κη ἑ­νός πλή­ρους φω­νή­εν­τος <ι>, ἀ­μέ­σως με­τά τό ἐκ­φε­ρό­με­νο ἡ­μί­φω­νο, ἠ­χεῖ, στήν το­πι­κή δι­ά­λε­κτο, μέ τόν ἴδιο φαι­δρό τρό­πο, ποῦ ἠχοῦν οἱ τύ­ποι «σταθ<ι>μός» ἀν­τί «σταθ­μός», «ἄ­ριθ<ι>μός» ἀν­τί «ἀ­ριθ­μός» καί «βαθ<ι>μός» ἀν­τί «βαθ­μός». Πα­ρο­μοί­α κα­τα­πό­νη­ση ὑ­φί­στα­ται καί τό το­πω­νύ­μιο "Χλιά" (= πη­γή τῆς Ἕρ­κυ­νας). Ἐνῷ ἡ λέ­ξη εἶ­ναι τό θυ­λι­κό τοῦ "χλιός", λέ­ξη πα­νάρ­χαι­η, πού ση­μαί­νει "χλια­ρός", με­ρι­κοί πα­ρα­ποι­οῦν τό ὄ­νο­μα καί τό προ­φέ­ρουν ὡς "Χ<ι>λιά", ἀν­τί τοῦ ὀρ­θοῦ "Χλιά", ἀ­πό κα­θα­ρῶς «ἐ­παρ­χι­ώ­τι­κη» ἀ­να­σφά­λεια.
Τε­λευ­ταί­ως, κά­ποι­οι ἔ­φθα­σαν στό ση­μεῖ­ο νά ἀμ­φι­σβη­τή­σουν καί τήν ἀρ­χαί­α πα­ρά­δο­ση. Ἀποκρούουν τήν προ­έ­λευ­ση το­ΰ ὀ­νό­μα­τος τῆς πό­λε­ως ἀ­πό τόν Λέ­βα­δο καί δι­α­τυ­πώ­νουν τήν και­νο­φα­νῆ θε­ω­ρί­α ὅτι, τό ὄ­νο­μα "Λιβα­δειά" προ­έρ­χε­ται ἀ­πό τό ρῆ­μα "λί­βω". Δέν ἀρ­κεῖ δη­λα­δή, ὁτι υἱ­ο­θέ­τη­σαν ἐ­σφαλ­μέ­νη γρα­φή, μέ τήν ὅ­ποι­α πο­δο­πα­τοῦν Ἱ­στο­ρί­α χι­λιά­δων ἐ­τῶν, ἀλ­λά, ἐ­πι­χει­ροῦν, μέ τήν συ­νή­θη ἄ­νε­ση τοῦ ἡ­μι­μα­θοῦς, νά τήν θε­με­λι­ώ­σουν καί ἐ­πι­στη­μο­νι­κῶς.

Κά­ποι­οι ἄλ­λοι, ὑ­πε­ρα­κον­τί­ζουν τά ἀ­νω­τέ­ρω, ἀ­πο­δί­δον­τες τό <ι> σέ… «ἰ­ω­τα­κι­σμό». Ὅ­μως, ὡς γνω­στόν, τό σχε­τι­κό με­σαι­ω­νι­κό φαι­νό­με­νο, ἀ­να­φέ­ρε­ται ἀ­πο­κλει­στι­κῶς στήν τρο­πή τῶν <η>, <υ>, <ει> καί <οι>, σέ <ι>. Ἡ ἐ­φαρ­μο­γή τοῦ ἰ­ω­τα­κι­σμο­ῦ προ­ϋ­πο­θέ­τει τήν ὕ­παρ­ξη ἑ­νός <ει>, τό ὁ­ποῖ­ο καί ἀ­πο­κλεί­ε­ται ἐξ ὁ­ρι­σμοῦ, δι­ό­τι τό ὄ­νο­μα τῆς πό­λε­ως εἶ­ναι "Λ<ε>βάδεια" καί ὄ­χι "Λ<ει>βά­δεια", ἀ­φοῦ καί τό ὄ­νο­μα τοῦ οἰ­κι­στοῦ της ἦ­ταν "Λ<έ>βα­δος" καί ὄ­χι "Λ<εί>βα­δος".

Εἴ­δα­με νω­ρί­τε­ρα ὅτι, οἱ Ἀ­θα­μά­νες τῆς Βοι­ω­τί­ας ἐ­ποί­κη­σαν τά πα­ρά­λια της Μι­κρᾶς Ἀσίας καί ἵ­δρυ­σαν τήν πό­λη Τέ­ω. Νο­τι­ο­α­να­το­λι­κῶς τῆς Τέ­ω, ὑ­πάρ­χει καί ἡ πό­λη Λέ­βε­δος. Δε­δο­μέ­νου ὅτι, στήν ἑλ­λη­νι­κή γλώσ­σα, τά φω­νή­εν­τα <α> καί <ε>, ἐ­ναλ­λάσ­σον­ται ἐ­πι­τρε­πτῶς, ὅπως «β[α]λα­νί­δι» > «β[ε]λα­νί­δι», «δρ[ά]πα­νον» > «δρ[έ]πα­νον» κ.ο.κ., ἡ Μι­κρα­σι­α­τι­κή πό­λη Λέ­βε­δος, φέ­ρει τό ὄ­νο­μα τοῦ Λε­βά­δου (Λέβ[α]δός > Λέβ[ε]δος). Τοῦ­το ἀ­πο­δει­κνύ­ει ὅτι, οἱ Ἀ­θα­μά­νες τῆς Βο­ρεί­ου Βοι­ω­τί­ας, πρό­σφυ­γες στήν Μι­κρά Ἀσία, πλήν τῆς Τέ­ω, ἔ­κτι­σαν καί μί­α νέ­α Λε­βά­δεια, μί­α Λέ­βε­δο, διασώ­σαν­τες στήν ξε­νι­τειά, τό ὄ­νο­μα το­ῦ μυ­θι­κοῦ τους ἥ­ρω­ος, τοῦ Λε­βά­δου.

Unless otherwise stated, the content of this page is licensed under Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License