της Γεωργίας Γεωργακαράκου (ΤΑ ΝΕΑ, 6/6/14)
Χιλιάδες χιλιόμετρα γραμμένα στο προσωπικό της κοντέρ έγιναν χιλιάδες λέξεις γραμμένες στο πρώτο της μυθιστόρημα, με ανεπιτήδευτες καθημερινές ιστορίες δρόμου από έλληνες και ξένους οδηγούς νταλίκας
Η περιέργεια και η τόλμη της την οδήγησαν από τους χωματόδρομους της Λιβαδειάς στις ασφαλτοστρωμένες αουτοστράντες του κόσμου. Συνοδηγός για δεκαέξι χρόνια στην νταλίκα του πατέρα της, τον συνόδεψε σε πολλά ταξίδια που έκανε στη Δυτική και την Ανατολική Ευρώπη, από την Ιταλία και τη Γερμανία μέχρι τη Ρωσία. Ενίοτε τον βοηθούσε κιόλας οδηγώντας τη για μικρές αποστάσεις, ξεφορτώνοντας φορτία και αλλάζοντας λάστιχα.
Σχεδόν μια εικοσαετία μετά το τελευταίο της δρομολόγιο (ταξίδευε από τα οκτώ ώς τα είκοσι τέσσερά της), η 45χρονη Μάρτυ Λάμπρου, η συγγραφέας του μυθιστορήματος «Με λυμένο χειρόφρενο» (εκδ. Κέδρος) - είναι το πρώτο της, είχαν προηγηθεί η συλλογή διηγημάτων «Κόπιτσες», η νουβέλα «Το κόκκινο κουτί» και το διήγημά της «Θήβα, Βάγια, Αλίαρτος» -, εξηγεί πως η ανάγκη της «να φύγει, να δει τι υπάρχει και πέρα από τα στενά όρια της γειτονιάς της» ήταν η αιτία που είδε από κοντά τόπους μακρινούς. Οχι όμως ως τουρίστρια με ταξιδιωτικούς οδηγούς στο χέρι. Αλλά ως γνήσιο νταλικοκόριτσο που κοιτούσε τις πόλεις από την ανάποδη, από τα λιμάνια και τις βιομηχανικές ζώνες τους, όπως κάθε επαγγελματίας οδηγός.
«Μύριζα αλμύρα και μαζούτ. Στα αφτιά μου έφταναν στριγκοί ήχοι και οι φωναχτές εντολές των λιμενικών (…). Είχε βραδιάσει όταν περνούσαμε έξω από το Μπρίντιζι. Δεν επιτρεπόταν η διέλευση μέσα από την πόλη στις νταλίκες. Τα φώτα του δρόμου και των αυτοκινήτων δε μ' άφηναν να ξεχωρίζω παρά τα αχνά περιγράμματα των κτιρίων. Λες και η πόλη ήταν μόνο οι τοίχοι των σπιτιών. Λες και δεν υπήρχαν κάπου εκεί παιδιά. Θα ήθελα να ήμουν μέσα στην πόλη. Νόμιζα ότι θα έβρισκα κάτι καινούργιο, κάτι μοναδικό που περίμενε εμένα».
Το πρώτο της ταξίδι στην Ιταλία έχει χαραχθεί έντονα στη μνήμη της. Ολα όσα εξιστορούνται άλλωστε στο πρώτο και το δεύτερο μέρος του βιβλίου πλησιάζουν πολύ τα βιώματά της σε σχέση με το τρίτο μέρος, που είναι πιο μυθοπλαστικό και που συνδυάζεται με πληροφορίες που απέκτησε μιλώντας με επαΐοντες των δρόμων, της νταλίκας και της ελληνικής ιστορίας. «Στο Μπάρι δοκιμάστηκα. Εμαθα να πεινάω και να επιβιώνω. Αντεξα όμως και σκληραγωγήθηκα» θυμάται σήμερα η συγγραφέας από εκείνο το ταξίδι που αντί για τέσσερις ημέρες, όπως αρχικά είχε προγραμματιστεί, κράτησε τελικά είκοσι.
Η τουριστική κίνηση λόγω καλοκαιριού είχε αυξηθεί και τα πλοία δεν έδιναν αρκετές θέσεις στις νταλίκες που ήθελαν να επιστρέψουν στην πατρίδα. «Οι οδηγοί από την πρώτη στιγμή αποφάσισαν να μην μπαίνει καμία νταλίκα στο "Ηπειρος 4". Ή θα γινόταν όπως πριν, είκοσι νταλίκες τη φορά, ή καμία (…) Είχαν περάσει εφτά ημέρες και τα λεφτά είχαν τελειώσει. Είχαν ήδη πουληθεί τα ραδιοκασετόφωνα από τα κουβούκλια, οι χρυσές αλυσίδες από τους λαιμούς και τα χέρια, τα ρολόγια. Ελεγαν πως οι μεταφορικές εταιρείες θα έστελναν με νταλίκες που ταξίδευαν από την Ελλάδα ένα ποσό χρημάτων. Μέχρι να γίνει όμως αυτό οι Ελληνες αποφάσισαν να γίνουμε όλοι μια παρέα και να μοιραζόμαστε ό,τι έχουμε ρεφενέ».
Σε αυτό το ταξίδι, όπως και στα επόμενα που ακολούθησαν, το νεαρό κορίτσι είχε την ευκαιρία να γνωρίσει καλύτερα τον πατέρα της. Εναν βιοπαλαιστή οικογενειάρχη με αριστερές καταβολές και ένστικτο νομάδος («όπως και εγώ», παραδέχεται η συγγραφέας), προχωρημένο στις αντιλήψεις, που ποτέ δεν ξεχώριζε τα αγόρια από τα κορίτσια. Από τη μια της αγόραζε κούκλες και από την άλλη της μάθαινε ψάρεμα και σκοποβολή με το πιστόλι που είχε για ώρα ανάγκης κρυμμένο στην καμπίνα της νταλίκας.
«Μέχρι τότε μου έλειπε πολύ» λέει στο «Βιβλιοδρόμιο». «Στην ουσία γνωριστήκαμε καθ' οδόν. Μου μετέδωσε την ελευθερία του ταξιδιού και μου έμαθε πως οδηγός δεν γίνεσαι για τα λεφτά. Είναι η ομορφιά του ταξιδιού που γοητεύει τους οδηγούς» διευκρινίζει και την ίδια στιγμή γκρεμίζει το στερεότυπο του άξεστου και αθυρόστομου οδηγού νταλίκας. «Οι άνθρωποι τους κρίνουν επιφανειακά. Τους αρέσει να τους φαντάζονται θηριώδεις μέσα σε ένα μεγάλο όχημα και να βρίζουν. Υπάρχουν και αυτοί, δεν σημαίνει όμως ότι δεν έχουν ηθική διάσταση. Τις γυναίκες οδηγούς τις αντιμετώπιζαν πάντα με σεβασμό. Ελληνίδες και Ευρωπαίες. Και επίσης πάντα έχουν κάτι να σου πουν, να διηγηθούν».
Σε ένα από τα ταξίδια της «γνώρισε» - μυθοπλαστικά - και τον παππού της, αντάρτη στον Εμφύλιο και «νικημένο από τον σοσιαλισμό», που τον φυγάδευσαν από το Δυρράχιο στην Κονστάντσα. Στην πραγματικότητα, ο παππούς της εκτελέστηκε από τους Ιταλούς. «Το θέμα του Εμφυλίου όμως έχει κουκουλωθεί» υπογραμμίζει η Μάρτυ Λάμπρου. «Κανείς δεν το έχει φωτίσει πραγματικά. Πώς ξεπήδησε άραγε η Χρυσή Αυγή; Είναι μια πληγή ο Εμφύλιος που την κρύψαμε και τώρα είμαστε μουδιασμένοι με την κατάσταση που βιώνουμε. Δεν λύσαμε ποτέ τα προβλήματά μας».
Εφαλτήριο του μυθιστορήματος είναι το 1981 και η εποχή που ακολούθησε. Το λίζινγκ του φορτηγού που έκανε ο πατέρας της με τον ΟΤΕ είναι πραγματικό γεγονός. «Είχε ανοίξει ένα φάκελο άλφα τέσσερα και ξεφύλλιζε κάτι έγγραφα. Πάνω στο τραπέζι το διαβατήριό του, λεφτά ελληνικά και συνάλλαγμα ανακατεμένα, δίπλα τα απλήρωτα γραμμάτια που είχαν διαμαρτυρηθεί, το εξώδικο από τον ΟΤΕ».
«Ηθελα να δείξω τον Ελληνα μετά το ΠαΣοΚ, τον μικροϊδιοκτήτη. Να αναγάγω τα βιώματά μου στο συλλογικό. Ηταν η εποχή που θα αναπτυσσόμασταν. Που είχαμε κρύψει τον Εμφύλιο κάτω από το χαλί. Λες και γεννηθήκαμε όλοι στο Κολωνάκι με τα τζιπ. Ο διδακτισμός δεν είναι ο σκοπός μου. Θέλω μόνο να ρίξω φως στα αίτια που μας οδήγησαν σήμερα στην κρίση. Για να τα γράψω αυτά στο μυθιστόρημα έπρεπε να πάω πίσω τον χρόνο, να τα έχω χωνέψει πρώτα».
Ο θάνατος έχει άγριες πλευρές
Οι ιστορίες που έχει ακούσει καθ’ οδόν δεν χωρούν σε ένα βιβλίο. Οπως και όσα έζησε η ίδια στις «παρκίδες» (τα πάρκινγκ των εθνικών οδών στη γλώσσα των νταλικέρηδων) και τα εστιατόρια που πότε πότε επισκέπτονταν. «Βρισκόμαστε στα σύνορα Ρουμανίας - Βουλγαρίας. Μπροστά μας ο Δούναβης. Πολλές νταλίκες βρίσκονται σταθμευμένες δίπλα στη δική μας. Η πόρτα ενός οχήματος ανοίγει, βλέπουμε τον οδηγό να περπατάει και να πέφτει στο ποτάμι μπροστά στα μάτια μας. Πνίγηκε. Νιώσαμε όλοι πολύ άσχημα. Ο θάνατος έχει άγριες πλευρές και με τα ατυχήματα δεν εξοικειωθήκαμε ποτέ. Ούτε εγώ ούτε ο πατέρας μου» διευκρινίζει η συγγραφέας όση ώρα διηγείται ένα περιστατικό που δεν το συμπεριέλαβε στο «Με λυμένο χειρόφρενο». Στη Ρουμανία εκτός από τον θάνατο έμαθε τι σημαίνει ανεπιτήδευτη φιλοξενία και ανθρωπιά. Εξαιτίας ενός τεχνικού προβλήματος μέσα στη νύχτα, δεν μπορούσαν να συνεχίσουν την πορεία τους. Ο μηχανικός προσφέρθηκε να τους φιλοξενήσει και σύντομα βρέθηκαν «σε ένα μπλοκ πολυκατοικιών». «H Kόσι και ο Ντιμίτρι μας πρόσφεραν νόστιμη σούπα με κομματάκια βοδινού (…) Ανοίξαμε τον καναπέ που γινότανε κρεβάτι, και προφανώς ήταν του ζευγαριού. Εκεί θα κοιμόμουν εγώ. Ο πατέρας μου σε ένα μικρότερο καναπέ απέναντι και το ζευγάρι στο πάτωμα, στρωματσάδα».