«ΚΑΤΑΚΑΗΜΕΝΗ ΑΡΑΧΩΒΑ» Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ ΡΟΜΑΝΤΙΚΟΥ ΛΗΣΤΑΡΧΟΥ ΠΟΥ ΕΓΙΝΕ ΤΡΑΓΟΥΔΙ

«Κατακαημένη Αράχοβα, Νταβέλη, Νταβέλη
Και Δίστομο και Δαύλεια, αχ μωρέ Χρήστο Νταβέλη
Τους κλέφτες τι τους κάματε και τους Κακαραπαίους
Αχ στο Ζεμενό τους έχουμε, τους πολεμάει ο Μέγας
ο Μέγας απ’τη Ράχοβα και ο Δούκας απ’ τη Δαύλεια
Εις τα ταμπούρια πήδηξε (σημ. ο Μέγας) με το σπαθί στο χέρι
Και τον Φουντούκην έκοψε και τον Χρήστο Νταβέλη»

enginefeed1gr.jpg

Ο Χρήστος Νταβέλης ήταν ληστής που καταγόταν απο την Αράχωβα ή από τα Στύρα της Εύβοιας. Γεννήθηκε το 1832 και ονομαζόταν κανονικά Χρήστος Νάτσιος. Έγινε διάσημος για τις ερωτικές του ιστορίες και τους μύθους γύρω από το όνομά του.

Η πρώτη ιστορία που έχει ήρωα τον Νταβέλη αναφέρει οτι γύρω στα 20 του ήταν βοσκός σε κοπάδια της Μονής Νταού Πεντέλης, των οποίων το γάλα πουλούσε στην Αθήνα (άλλη παράδοση υποδεικνύει τη Μονή Πετράκη στο Κολωνάκι). Όταν κάποτε ο ηγούμενος της μονής του έδωσε ερωτικό γράμμα για να το παραδώσει σε μοναχή της πόλης, ο Νάτσιος από περιέργεια το πήγε σε κάποιον να του το διαβάσει. Μαθαίνοντας το περιεχόμενό του, αποφάσισε να γνωρίσει ο ίδιος τη μοναχή και από τότε έγινε τακτικός επισκέπτης της. Όταν το έμαθε ο ηγούμενος εξοργίστηκε και συκοφάντησε τον Νταβέλη στις αρχές για κλοπή. Λόγω της άδικης κατηγορίας λοιπόν συνελήφθη και τιμωρήθηκε με ραβδισμό στις φτέρνες (φάλαγγα)

Ο νεαρός στη συνέχεια διέφυγε στα Στύρα. Εκεί ερωτεύτηκε την κόρη ενός παπά, ο οποίος όμως την είχε τάξει σε ένα πλούσιο τσέλιγκα. Όταν έφτασε στο χωριό ένα απόσπασμα αναζητώντας κάποιον φυγόστρατο που λεγόταν Νάστος, ο τσέλιγκας για να τον εκδικηθεί για την κόρη του παπά, υπέδειξε τον νεαρό. Εκείνος τους απεκάλυψε οτι λεγόταν Νάτσιος κι όχι Νάστος… αλλά ποιός τον πίστευε; Όταν αυτοί θέλησαν να τον συλλάβουν αντιστάθηκε και ακολούθησε συμπλοκή όπου σκότωσε έναν χωροφύλακα και κατάφερε να ξεφύγει.

bf6a319b0da9e4a925e37f41c760729c.jpg

Μετά από αυτό το περιστατικό, βρήκε καταφύγιο στα βουνά, στη συμμορία του ξαδέλφου της μητέρας του, του φημισμένου ληστή Κακαράπη (πραγματικό όνομα Μπελούλιας). Σύντομα όμως, ως άνθρωπος με ενεργητικότητα και πνεύμα πρωτοβουλίας, δημιούργησε τη δική του συμμορία με την οποία λήστευε ταξιδιώτες, χωρικούς και βοσκούς.

Τα πράγματα άρχισαν να μπερδεύονται ακόμη περισσότερο όταν η Ιταλίδα κόμισσα Λουίζα Μπανκόλι, η οποία είχε ζητήσει την προστασία της συμμορίας προκειμένου να επισκεφθεί με ασφάλεια τους Δελφούς, ερωτεύτηκε τον Νταβέλη. Για κακή του τύχη την κόμισσα ερωτεύτηκε και ο υπαρχηγός του Γιάννης Μέγας, ο οποίος από σύμμαχος έγινε ορκισμένος εχθρός του. Ο Μέγας αργότερα κατατάχθηκε στη Χωροφυλακή όπου έγινε αξιωματικός.

Η ληστρική δράση του Νταβέλη δεν είχε κάτι το εξαιρετικό για την εποχή του, πέραν ενός συγκεκριμένου περιστατικού το οποίο διέδωσε τη φήμη του στην Ελλάδα, καθώς ελήφθη από τους Έλληνες ως πράξη αντίστασης εναντίον της ξένης αυθαιρεσίας. Το 1855, στην εποχή του Κριμαϊκού Πολέμου, με τον ηθελημένα ταπεινωτικό αποκλεισμό της Αθήνας από τον αγγλογαλλικό στόλο και την ξενική κατοχή του Πειραιά, ο Νταβέλης μετακινήθηκε πέτυχε, στην οδό Πειραιώς, τη σύλληψη Γάλλου αξιωματικού του στρατού κατοχής που είχε καταπλεύσει στον Πειραιά για να αποτρέψει τη συμμετοχή της Ελλάδας στον Κριμαϊκό Πόλεμο στο πλευρό της Ρωσίας. Για την απελευθέρωσή του αξιωματικού, ο οποίος ονομαζόταν Μπερτώ (ή Μπρετώ), ο Νταβέλης εισέπραξε το υπέρογκο για την εποχή ποσό των 30.000 δρχ. σε χρυσό από την ελληνική κυβέρνηση. Η τελευταία ταχύτατα ενέδωσε στις απαιτήσεις του Νταβέλη θέλοντας, αφενός να αποφύγει την ανάμιξη των ξένων Δυνάμεων στα εσωτερικά ζητήματα της χώρας, κι αφετέρου να προλάβει τυχόν αποκαλύψεις για την διαπλοκή ανάμεσα σε ληστρικές συμμορίες και πολιτικά πρόσωπα της εποχής. Η είσπραξη των λύτρων στην παραλία του Κορινθιακού, όπου ο Νταβέλης είχε καταφύγει στηριζόμενος σε δίκτυο υποστηρικτών, εξόργισε τους άλλους λήσταρχους, οι οποίοι προσδοκούσαν από την απελευθέρωση του ξένου αξιωματικού αντί χρημάτων, την παροχή γενικής αμνηστίας.

2b47ab838218decc72dc479f82ec5cd5.jpg

Ανάμεσα στους θρύλους που αφορούν τον Νταβέλη, ένας τον θέλει να κατεβαίνει συχνά, μεταμφιεσμένος, στην Αθήνα όπου έπινε καφέ και συζητούσε ανενόχλητος στα καφενεία της πόλης. Τοπική παράδοση αναφέρει πως, από το καταφύγιό του στο Σπήλαιο των Αμώμων, έφτανε, μέσω υπόγειας σήραγγας, στη βίλα της Δούκισσας της Πλακεντίας όπου περνούσε ρομαντικές στιγμές μαζί της.

Την άνοιξη του 1856, κορυφώθηκε η δράση του γύρω από την Αθήνα. Τον Μάιο, αιφνιδίασε τους χωροφύλακες που έδρευαν στην κωμόπολη του Μενιδίου, αναγκάζοντάς τους να του παραδώσουν τα όπλα τους. Μετά από αυτή την ταπείνωση, η Χωροφυλακή τον καταδίωξε ανελέητα μέχρι τον Παρνασσό. Τότε η αλληλογραφία της κόμισσας Μπανκόλι, η οποία προσπαθούσε να φυγαδεύσει τον Νταβέλη και τη συμμορία του στην Ιταλία, έπεσε στα χέρια της Χωροφυλακής. Με γνωστές πια τις επόμενες κινήσεις του, μεγάλη δύναμη χωροφυλάκων κατόρθωσε να τον περικυκλώσει, κοντά στο Ζεμενό της Βοιωτίας στις 12 Ιουλίου του 1856. Το καταδιωκτικό απόσπασμα είχε τη συνδρομή έμπειρων ιχνηλατών και πολλών ντόπιων χωρικών, που είχαν επιστρατευθεί από δημάρχους με επικεφαλή τον πρώην ληστή νυν υπολοχαγό Γιάννη Μέγα.

Κατά τη σύγκρουση που ακολούθησε, ο Νταβέλης προσφέρθηκε να μονομαχήσει μέχρι θανάτου με τον πρώην σύντροφό του, Γιάννη Μέγα. Ο Μέγας, πνέοντας ακόμη μανία εκδίκησης εναντίον του πρώην αρχηγού του, όρμησε για να του κόψει το κεφάλι με τη λόγχη του. Όμως ο Νταβέλης πρόλαβε να σκοτώσει τον Μέγα, πριν ο ίδιος τρυπηθεί από άλλον χωροφύλακα, πυροβολώντας τον και φωνάζοντας «ούτε ο Νταβέλης στα βουνά ούτε ο Μέγας στα παλάτια». Το καλοκαίρι του 1856 και για πολλές ημέρες, το κεφάλι του Νταβέλη καρφωμένο σε ένα κοντάρι στήθηκε στην Πλατεία Συντάγματος σε κοινή θέα.Στη συμπλοκή στην σκοτώθηκαν 17 ακόμη παράνομοι, μεταξύ των οποίων οι Κακαράπης, Ζαφείρης και Φουντούκης.

Το τραγούδι που αναφέρεται στον φόνο του Νταβέλη στο Ζεμενό είναι το γνωστό παραδοσιακό τραγούδι.


πηγές


Αναδημοσίευση από το greek culture/ελληνικός πολιτισμός

Unless otherwise stated, the content of this page is licensed under Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License