Ηρακλής (μυθολογία)
hercules.jpg

Ο Ηρακλής (στην αρχ. ελλ. Ἡρακλῆς) ήταν αρχαίος μυθικός ήρωας, θεωρούμενος ως ο μέγιστος των Ελλήνων ηρώων. Γεννήθηκε στη Θήβα και ήταν γιός του Δία και της Αλκμήνης, απόγονος του Περσέα.

Η μητέρα του Αλκμήνη ήταν παντρέμενη με τον Αμφιτρύονα, με τον οποίον κατέφυγαν στη Θήβα, επειδή ο Αμφιτρύωνας είχε δολοφονήσει τον Ηλεκτρύωνα κατά λάθος (πατέρας της Αλκμήνης και γιος του Περσέα). Ο Δίας πήρε τη μορφή του Αμφιτρύονα και κοιμήθηκε με την Αλκμήνη. Πριν γεννηθεί ακόμα ο Ηρακλής, ο Δίας ανήγγειλε στους Θεούς ότι θα γεννηθεί από την Αλκμήνη απόγονος του Περσέα, που θα βασιλεύσει στον Θρόνο των Περσίδων. Όταν γεννήθηκε ο Ηρακλής, η Ήρα, η γυναίκα του Δία, που τον ζήλευε για τις απιστίες του, έστειλε στην κούνια του δύο φίδια, αλλά το βρέφος τα στραγγάλισε. Ο θετός πατέρας του Ηρακλή, ο Αμφιτρύονας, που ανάλαβε να τον μεγαλώσει, τον δίδαξε την τέχνη του ηνιόχου, ο Κάστορας του δίδαξε την οπλασκία, ο Αίλυκος την πάλη, ο Εύρυτος το τόξο, ο κένταυρος Χείρωνας τις Επιστήμες και ο Λίνος τη Μουσική.
Ο Ηρακλής παλεύει με το λιοντάρι της Νεμέας. Λευκή λήκυθος του «Ζωγράφου του Διόσφου», πρώτο τέταρτο 5ου αι. π.Χ.
Ο Ηρακλής παλεύει με το λιοντάρι της Νεμέας. Λευκή λήκυθος του «Ζωγράφου του Διόσφου», πρώτο τέταρτο 5ου αι. π.Χ.

Ο μύθος που σώθηκε από τον Ξενοφώντα, μας διηγείται το περιστατικό εκείνο, που ο Ηρακλής καθισμένος σ' ένα σταυροδρόμι, είδε να περνούν από μπροστά του δύο πανέμορφες κοπέλες. Η μια του έδειξε έναν εύκολο δρόμο, φαρδύ και ίσιο, που αν τον ακολουθούσε, θα χαιρόταν τη ζωή, αλλά θα έκανε ένα σωρό κακές πράξεις που θα τον καταδίκαζαν στην κρίση των ανθρώπων. Αυτή ήταν η Κακία. Η άλλη κόρη, η Αρετή, του έδειξε ένα δύσκολο δρόμο, γεμάτο κοφτερές πέτρες και αγκάθια, στενό και δύσβατο, που θα τον βάδιζε δύσκολα, αλλά θα κέρδιζε στο τέλος του την αναγνώριση από τους συνανθρώπους του. Έτσι ο Ηρακλής ακολούθησε την Αρετή, προτιμώντας να υποφέρει για να διαβεί το δύσβατο δρόμο της, αλλά να γνωρίσει τη δόξα και την τιμή με τις καλές του πράξεις και την αρετή του.

Ως έφηβος προκάλεσε τον πόλεμο μεταξύ της Θήβας με το βασίλειο του Ορχομενού. Ως ανταμοιβή για τη νίκη του εναντίον του Ορχομενού, πήρε για γυναίκα του τη Μεγάρα, κόρη του βασιλιά της Θήβας, με την οποία απέκτησε τρία (κατ' άλλους περισσότερα) παιδιά. Η Ήρα όμως τον τρέλανε, με αποτέλεσμα να σκοτώσει τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Πήγε στο Μαντείο των Δελφών για να πάρει χρησμό, ώστε να εξαγνισθεί. Σύμφωνα με τον χρησμό έπρεπε να υπηρετήσει για δώδεκα χρόνια τον Ευρυσθέα, βασιλιά της Τίρυνθας, και να πραγματοποιήσει τους άθλους που του πρόσταζε εκείνος.

Στο πλαίσιο τών άθλων ο Ηρακλής

Ο πρώτος άθλος του Ηρακλή αφορά την εξόντωση του τρομερού λιονταριού της Νεμέας, περιοχής κοντά στην Κόρινθο. Το λιοντάρι αυτό κατοικούσε σε μια σπηλιά που είχε δυο ανοίγματα και επιπλέον δεν το έπιαναν τα βέλη και τα ακόντια.
Ο Ηρακλής ακολούθησε μια έξυπνη όσο και τολμηρή στρατηγική που ταίριαζε στον ηρωισμό του. Έκλεισε το ένα άνοιγμα της σπηλιάς μ' ένα σωρό από πέτρες, αφού πρώτα μπήκε μέσα στη σπηλιά. Κατόπιν ήρθε αντιμέτωπος με το λιοντάρι. Πολύ γρήγορα τα όπλα του αποδείχτηκαν ανώφελα και έτσι αποφάσισε να το αντιμετωπίσει με τα ίδια του τα χέρια. Το 'πιασε, λοιπόν, στα μπράτσα του και το έπνιξε. Κατόπιν το έγδαρε χρησιμοποιώντας τα δόντια του λιονταριού, μια και τα εργαλεία δεν το έπιαναν, το πήρε στους ώμους του και το έφερε στις Μυκήνες και στον Ευρυσθέα, όπως, άλλωστε, ήταν και η αποστολή του.
Ο μύθος, λέει, πως ο Ευρυσθέας, τρόμαξε τόσο πολύ μόλις είδε το σώμα του λιονταριού, που κρύφτηκε σ' ένα μεγάλο χάλκινο πιθάρι. Ύστερα απ' αυτό ο Ηρακλής υποχρεώθηκε να μη φέρνει τα λάφυρα των άθλων του μέσα στην πόλη.

  • σκότωσε τη Λερναία Ύδρα,

Η Λερναία ύδρα ήταν ένα τέρας με εννιά κεφάλια που ζούσε στους βάλτους μιας παραθαλάσσιας περιοχής κοντά στο ’ργος, της Λέρνας, απ' όπου πήρε και το όνομά της.
Το τέρας τρομοκρατούσε όλη την περιοχή, κατέστρεφε τις καλλιέργειες και προτιμούσε για φαγητό τα πρόβατα. Ο Ηρακλής έπρεπε να την αντιμετωπίσει. Πήρε για βοηθό του τον αγαπημένο του ανιψιό Ιόλαο και κίνησε για τη Λέρνα.
Γρήγορα διαπίστωσε ότι η αποστολή του δε θα ήταν καθόλου εύκολη. Μόλις έκοβε ένα κεφάλι της ύδρας στη θέση του φύτρωναν δύο. Παράλληλα η Ήρα δεν είχε καθήσει με σταυρωμένα τα χέρια. Έστειλε βοηθό του τέρατος έναν κάβουρα, ο οποίος παρενοχλούσε τον Ηρακλή, δαγκώνοντάς του το πόδι, κάθε φορά που ο ήρωας επιχειρούσε να κόψει ένα κεφάλι της ύδρας.
Για να αντιμετωπίσει τον πολλαπλασιασμό των κεφαλιών της Λερναίας ύδρας, ο Ηρακλής ενέργησε έξυπνα. Έδωσε έναν αναμμένο δαυλό στον Ιόλαο και του είπε να καίει τις καινούριες κεφαλές και το σημείο όπου έκοβε το κεφάλι. Μ' αυτόν τον τρόπο ο Ηρακλής έκοψε εκτός από τα οχτώ κεφάλια του τέρατος και το τελευταίο κεφάλι, που ήταν το κέντρο της ζωής του και σύμφωνα με το μύθο αθάνατο. Μόλις έκοψε το αθάνατο κεφάλι ο Ηρακλής, το έθαψε και το σκέπασε μ' ένα μεγάλο βράχο για να μην υπάρχει καμιά δυνατότητα ξαναζωντανέματός του. Με τη χολή του τέρατος ο Ηρακλής εμπότισε τα βέλη του κάνοντάς τα δηλητηριώδη.
Παρά το μεγάλο άθλο ο Ευρυσθέας αρνήθηκε να τον αναγνωρίσει ισχυριζόμενος ότι η συμβολή του Ιόλαου ήταν καθοριστική. Ο χρησμός έλεγε ότι έπρεπε μόνος του ο Ηρακλής να επιτελέσει όλους τους άθλους του. Ο ήρωας δικαιολόγησε την παρουσία του ανιψιού του με την εμφάνιση του κάβουρα. Ήταν μια μάχη δύο προς δύο.

  • έπιασε το γοργό ελάφι της Κερύνειας,

Μετά τη θανάτωση της Λερναίας ύδρας ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή να του φέρει το ιερό ελάφι της θεάς Αρτέμιδος που ζούσε αμέριμνο στο βουνό Κερύνεια στα σύνορα Αχαΐας και Αρκαδίας. Η πρόθεση του Ευρυσθέα δεν ήταν να θανατωθεί το ελάφι. Απλά ήθελε να φέρει αντιμέτωπο τον Ηρακλή με την ’ρτεμη, τη θεά του κυνηγιού, στην οποία δεν πολυάρεσε να ενοχλούν τα ιερά της ζώα.
Ο Ηρακλής ταλαιπωρήθηκε πολύ. Το ελάφι είχε χρυσά κέρατα και χάλκινες οπλές, αλλά το κυριότερο απ' όλα έτρεχε γρηγορότερα από τον άνεμο. Έτσι το κυνήγησε σε βουνά και λαγκάδια για έναν ολόκληρο χρόνο σ' όλη την Αρκαδία. Τελικά, κατάφερε να το συλλάβει. ’λλοι λένε ότι το έπιασε στον ύπνο, άλλοι ότι το τραυμάτισε ενώ εκείνο προσπαθούσε να ξεδιψάσει στον ποταμό Λάδωνα. Μόλις το έπιασε του έδεσε τα πόδια και το πήρε στον ώμο για να το κουβαλήσει στις Μυκήνες.
Στο δρόμο, όμως, έπεσε πάνω στην ’ρτεμη και τον αδερφό της Απόλλωνα. Η θεά μόλις είδε το αγαπημένο της ζώο αιχμάλωτο και τραυματισμένο άρχιζε να φωνάζει και να απειλεί τον ήρωα με σκληρότατη τιμωρία. Ο Ηρακλής, όμως, κατάφερε να την καταπραΰνει. Της είπε ότι δεν είναι αυτός ο φταίχτης αλλά η κακή του μοίρα που τον ανάγκασε να υπακούει τις εντολές και να πραγματοποιεί τις επιθυμίες του Ευρυσθέα. Τη διαβεβαίωσε επίσης ότι κανείς δεν είχε την πρόθεση να το σκοτώσει. ΄Ολα αυτά συντέλεσαν στο να δεχτεί η θεά να πάρει ο Ηρακλής το ζώο μαζί του και να το δείξει στον Ευρυσθέα.

  • σκότωσε τον Ερυμάνθιο Κάπρο,

Ο Ευρυσθέας διέταξε τον Ηρακλή να του φέρει ζωντανό το αγριογούρουνο που ζούσε στο γεμάτο δάση βουνό του Ερύμανθου στα σύνορα Αρκαδίας και Ηλείας. Το αγριογούρουνο ήταν πολύ αιμοβόρο και τρομοκρατούσε τους κατοίκους της αρκαδικής πόλης Ψωφίδας, που βρισκόταν στα ριζά του Ερύμανθου, καταστρέφοντας καλλιέργειες και ζώα.
Στο δρόμο για τον Ερύμανθο, στο βουνό Φολόη της Αρκαδίας, ο Ηρακλής συνάντησε τον Κένταυρο Φόλο, ο οποίος προθυμοποιήθηκε να τον φιλοξενήσει και να τον περιποιηθεί. Τον κάλεσε, λοιπόν, σε φαγοπότι. Ο Ηρακλής έτρωγε ψημένο κρέας και ο Φόλος ωμό. Μετά όμως από λίγο ο ήρωας δίψασε και ζήτησε από τον Φόλο κρασί. Ο Κένταυρος του είπε ότι έχει θαμμένο σ' ένα πιθάρι κρασί που χάρισε στους Κένταυρους ο θεός Διόνυσος, αλλά φοβόταν να το ανοίξει, μήπως και προκαλέσει την οργή των υπόλοιπων Κενταύρων. Ο Ηρακλής επέμεινε, το πιθάρι ξεθάφτηκε και ανοίχτηκε, αλλά η μυρωδιά του παλιού κρασιού μάζεψε τους άλλους Κένταυρους, που με άγριες διαθέσεις κίνησαν για τη σπηλιά όπου γινόταν το φαγοπότι.
Κάποιοι κρατούσαν ρόπαλα, άλλοι πέτρες και άλλοι αναμμένες δάδες. Ο Φόλος μόλις τους είδε κρύφτηκε, αλλά κάτι τέτοιο δεν ταίριαζε στον Ηρακλή. Τους αντιμετώπισε και σαΐτεψε πολλούς απ' αυτούς, ενώ τους υπόλοιπους τους καταδίωξε μέχρι τον Μαλέα, όπου ζούσε ο Κένταυρος Χείρωνας, διωγμένος από το Πήλιο, ο δάσκαλος του Ιάσονα.
Ο Ηρακλής χτύπησε κατά λάθος τον Χείρωνα με δηλητηριασμένο βέλος. Ο Κένταυρος, βέβαια, δεν μπορούσε να πεθάνει μια και ήταν αθάνατος, υπέφερε, όμως, από φρικτούς πόνους. Γι' αυτό αντάλλαξε τη ζωή του με την ελευθερία του Προμηθέα και έτσι πέθανε.
Το τέλος του Φόλου ήταν ανάλογο. Πήρε ένα δηλητηριασμένο βέλος και άρχισε να το περιεργάζεται. Του έπεσε όμως και τον τραυμάτισε στο πόδι κάνοντάς του πληγή από την οποία και πέθανε.
Η αποστολή του Ηρακλή στη σύλληψη του κάπρου ήταν δύσκολη. Έπρεπε να τον πιάσει ζωντανό, πράγμα που δεν ήταν και εύκολο. Χρησιμοποίησε, λοιπόν, το μυαλό του και την πονηριά του. Φτάνοντας στον Ερύμανθο βρήκε το καταφύγιο του ζώου και το ανάγκασε να βγει από την κρυψώνα του, μια πυκνή συστάδα θάμνων. Ύστερα το πήρε στο κατόπι. Μπροστά ο κάπρος, πίσω ο Ηρακλής ξεκίνησε ένα κυνηγητό το οποίο ο ήρωας κατεύθυνε προς τις χιονισμένες κορυφές του βουνού. Εκεί το αγριογούρουνο χάθηκε μέσα στα χιόνια και, όπως ήταν φυσικό, ταλαιπωρήθηκε και κουράστηκε. Μόλις απόκαμε, ο Ηρακλής το πλησίασε, το έπιασε με μια θηλιά που είχε φτιάξει από πριν και το ακινητοποίησε δένοντάς του τα πόδια. Μετά το πήρε στους ώμους του και κίνησε για τις Μυκήνες. Στη θέα του τρομερού Ερυμάνθιου κάπρου ο Ευρυσθέας κατατρόμαξε και κρύφτηκε και πάλι στο χάλκινο πιθάρι όπως τότε με το λιοντάρι της Νεμέας.

  • καθάρισε τους στάβλους του Αυγεία,

Ο Αυγείας, γιος του Ήλιου, ήταν βασιλιάς της Ήλιδας, ενώ κατ' άλλους ήταν κυρίαρχος όλης της βορειοδυτικής Πελοποννήσου. Στην περιουσία του περιλαμβάνονταν αμέτρητα κοπάδια βοδιών που η κοπριά τους είχε συσσωρευτεί στους στάβλους του και είχε δημιουργήσει μια αφόρητη κατάσταση, καταστρέφοντας ακόμη και αυτές τις καλλιέργειες.
Ο Ηρακλής παρουσιάστηκε στον Αυγεία και του είπε ότι μπορεί να καθαρίσει τους στάβλους του αν του έδινε το ένα δέκατο των κοπαδιών του.
Φυσικά δεν ανέφερε ότι ενεργούσε κατ' εντολή του Ευρυσθέα, ο οποίος του ανέθεσε την αποστολή για να την πραγματοποιήσει με τα ίδια του τα χέρια μέσα σε μια μέρα. Ο Αυγείας μη πολυπιστεύοντας ότι μπορεί να καθαριστεί η κοπριά του, δέχτηκε την πρόκληση του Ηρακλή και του υποσχέθηκε την αμοιβή που ζητούσε.
Οι υπερφυσικές δυνάμεις του Ηρακλή τον έβγαλαν και πάλι ασπροπρόσωπο. Κατάφερε να εκτρέψει από την πορεία τους τους δύο μεγάλους ποταμούς της Πελοποννήσου, τον Αλφειό και τον Πηνειό, και με τα νερά τους να καθαρίσει την κόπρο του Αυγεία.
Μαθαίνοντας, όμως, ο Αυγείας ότι ο Ηρακλής ενεργεί στα πλαίσια των υπηρεσιών του προς τον Ευρυσθέα, αρνήθηκε να του δώσει τη συμφωνημένη αμοιβή, ακόμα και όταν διαιτητής έδωσε δίκιο στον Ηρακλή. Παράλληλα και ο Ευρυσθέας αρνήθηκε να αναγνωρίσει τον άθλο υποστηρίζοντας ότι ο Ηρακλής τον πραγματοποίησε έναντι πληρωμής και χρησιμοποιώντας το τέχνασμα των ποταμών και όχι με τα ίδια του τα χέρια. Ο Ηρακλής δεν ξέχασε τη συμπεριφορά του Αυγεία. Αργότερα συγκέντρωσε στρατό και εκστράτευσε εναντίον του για να τον τιμωρήσει. Πράγματι, ο Αυγείας σκοτώθηκε πληρώνοντας την έπαρσή του και την υπαναχώρησή του.

  • σκότωσε τις Στυμφαλίδες Όρνιθες,

Οι Στυμφαλίδες όρνιθες ήταν σαρκοβόρα πουλιά, που δεν έλεγαν όχι για ανθρώπινο κρέας, με ψηλά πόδια και σιδερένιες φτερούγες, ενώ μπορούσαν να εκτοξεύουν τα φτερά τους σαν βέλη, αστοχώντας σπάνια. Ζούσαν στη λίμνη που βρισκόταν κοντά στην πόλη Στύμφαλο στη βόρεια Αρκαδία, στους πρόποδες ενός ομώνυμου βουνού και πολλαπλασιάζονταν ραγδαία. Είχαν γίνει τόσο πολλά, που λένε ότι όταν πετούσαν όλα μαζί, έκρυβαν τον ήλιο, και με τα κρωξίματά τους τρομοκρατούσαν τους πάντες. Αυτά τα πουλιά έπρεπε να αφανίσει ο Ηρακλής.
Αφού πέρασε την πυκνή βλάστηση, σωστή ζούγκλα, ο Ηρακλής έφτασε στη λίμνη που ήταν το καταφύγιο των πουλιών. Για να τα αντιμετωπίσει, όμως, έπρεπε να τα ξετρυπώσει από την κρυψώνα τους. Στο δύσκολο έργο του συμπαραστάθηκε η θεά Αθηνά. Έδωσε στον ήρωά μας ένα ζευγάρι μπρούντζινα κρόταλα που είχε κατασκευάσει ο Ήφαιστος. Ο Ηρακλής άρχισε να χτυπά τα κρόταλα μεταξύ τους τόσο δυνατά που δημιουργούσαν έναν τρομερό θόρυβο. Τα πουλιά τρομαγμένα, βγαίνοντας κατά χιλιάδες από τη βλάστηση, πετούσαν στον ουρανό. Οι σαϊτιές του ημίθεου τα αποδεκάτισαν. Τα λίγα που σώθηκαν κατέφυγαν σ' ένα νησί του Εύξεινου Πόντου που λέγεται ότι ανήκε στο θεό του πολέμου ’ρη. Μερικά από τα σκοτωμένα πουλιά αφιέρωσε ο Ηρακλής ως τρόπαια στην Αθηνά για να την ευχαριστήσει για τη βοήθειά της.

  • έπιασε τον άγριο ταύρο της Κρήτης,

Ο έβδομος άθλος του Ηρακλή ήταν η σύλληψη και η μεταφορά στις Μυκήνες, μπροστά στον Ευρυσθέα, ενός άγριου ταύρου στην Κρήτη που είχε καταληφθεί από μανία. Έλεγαν ότι ο ταύρος αυτός ήταν ο ίδιος που μετέφερε για λογαριασμό του Δία την αδερφή του Κάδμου, την Ευρώπη, στην Κρήτη ή ο ταύρος που είχε στείλει ο Ποσειδώνας στον Μίνωα και τον οποίο είχε ερωτευτεί η Πασιφάη, ο πατέρας δηλαδή του Μινώταυρου. Ο Ποσειδώνας εξοργισμένος από τη συμπεριφορά του Μίνωα είχε στείλει μανία στον ταύρο, με αποτέλεσμα το ζώο να τρομοκρατεί τους ανθρώπους.
Ο Ηρακλής αφού πήρε και την άδεια του Μίνωα, ξεκίνησε με το ρόπαλό του και ένα σκοινί για να αιχμαλωτίσει τον ταύρο. Παλεύοντας μαζί του κατάφερε να τον πιάσει από τα κέρατα και να δέσει μαζί το ρύγχος με τα πόδια του έτσι ώστε να τον ακινητοποιήσει. Κατόπιν ανέβηκε στη ράχη του ζώου και μέσω της θάλασσας έφτασαν στην Αργολίδα.
Εκεί ο Ευρυσθέας θέλησε να θυσιάσει τον ταύρο στην Ήρα, αλλά η θεά αρνήθηκε την προσφορά, μια και δεν ήθελε να δεχθεί έμμεσα δώρο από τον Ηρακλή. Έτσι ο ταύρος αφέθηκε ελεύθερος και αφού περιπλανήθηκε στην Πελοπόννησο πέρασε στην Αττική και τον Μαραθώνα. Είναι ο ίδιος ταύρος που εξόντωσε ο ήρωας της Αττικής, ο Θησέας.

  • έκλεψε τα άγρια άλογα του Διομήδη,

Ο Διομήδης, γιος του θεού ’ρη, βασίλευε σ' έναν πολεμικό λαό της Θράκης, τους Βίστονες. Είχε στην κατοχή του τέσσερα άγρια και ανθρωποφάγα άλογα που από τα ρουθούνια τους πετούσαν φωτιές και η πάχνη τους ήταν χάλκινη. Οποιοσδήποτε ξένος έφτανε στην περιοχή των Βιστόνων, ο Διομήδης τον έριχνε για τροφή στα άλογά του. Την ίδια τύχη είχαν και οι υπήκοοί του που ήταν ανυπότακτοι. Για να μπορεί ο Διομήδης να συγκρατεί τα άλογά του μέσα στο στάβλο τους, τα είχε δέσει με χοντρές σιδερένιες αλυσίδες, ενώ παράλληλα είχε τοποθετήσει ισχυρή φρουρά να τα προσέχει.
Ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή να του φέρει ζωντανά τα άγρια άλογα του Διομήδη. Επειδή επρόκειτο για ολόκληρη επιχείρηση από τις Μυκήνες ως τη Θράκη, ο Ηρακλής αρμάτωσε ένα καράβι και κάλεσε πολλούς φίλους του ήρωες να τον βοηθήσουν. Ανάμεσά τους και ένας από τους καλύτερους φίλους του, ο ’βδηρος από τη Λοκρίδα. Μόλις το καράβι έφτασε στη χώρα των Βιστόνων, οι ήρωες αποβιβάστηκαν και κατευθύνθηκαν προς το στάβλο του Διομήδη. Ο Ηρακλής εξουδετέρωσε τη φρουρά, πήρε τα άλογα και τα οδήγησε στην παραλία όπου ήταν το πλοίο τους και άφησε τον ’δμητο να τα φυλάει. Ο Διομήδης μόλις πληροφορήθηκε την επίθεση και την κλοπή των αλόγων του δε χρονοτρίβησε διόλου. Μάζεψε τους Βίστονες και αντιπαρατάχθηκαν στους εισβολείς. Η μάχη ήταν φοβερή. Ο Ηρακλής σκότωσε πολλούς Βίστονες, καθώς και τον ίδιο τον Διομήδη, με το ρόπαλό του.
Επιστρέφοντας, όμως, στην παραλία για να φύγουν βρήκαν καταφαγωμένο τον ’βδηρο από τα άγρια άλογα. Ο Ηρακλής τον έθαψε με τιμές και προς τιμή του ίδρυσε πόλη, τα ’βδηρα, στην οποία αργότερα γεννήθηκε ο μεγάλος φιλόσοφος Δημόκριτος. Ο Ηρακλής οδήγησε τα άλογα στις Μυκήνες, όπου ο Ευρυσθέας τα άφησε ελεύθερα. Αυτά μετά από περιπλάνηση έφτασαν μέχρι τον Όλυμπο, όπου κατασπαράχτηκαν από άγρια θηρία. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, τα άλογα τα αφιέρωσαν στην Ήρα. Αυτή τη φορά η θεά αποδέχτηκε την προσφορά του Ηρακλή. Από τα άλογα αυτά, λέει ο ίδιος μύθος προέρχονταν τα άλογα του Μ. Αλεξάνδρου.
Η ίδια ιστορία εξιστορεί διαφορετικά τα γεγονότα που αφορούν τα όσα συνέβησαν στη χώρα των Βιστόνων: Ο Ηρακλής πήγε μόνος του και από την ξηρά στη Θράκη. Εκεί συνέλαβε τον Διομήδη και τον έριξε στο στάβλο των αλόγων του. Τα άγρια άλογα τον κατασπάραξαν και αμέσως τότε ημέρεψαν. Έτσι ήμερα ο Ηρακλής τα μετέφερε στις Μυκήνες. Καθώς ο Ηρακλής κατευθυνόταν προς τη Θράκη, πέρασε από τις Φέρες της Θεσσαλίας, όπου βασίλευε ο φίλος του ΄Αδμητος. Εκεί συνάντησε μεγάλο πένθος, αφού ο φίλος του κήδευε τη γυναίκα του ’λκηστη, την πανέμορφη κόρη του Πελία.
Η ιστορία της ήταν μια πράξη αγάπης και αυτοθυσίας. Ο ’δμητος στη διάρκεια του γάμου τους παρέλειψε να θυσιάσει στη θεά ’ρτεμη. Η τιμωρία του ήταν να πεθάνει νέος. Μπορούσε όμως να πεθάνει κάποιος άλλος στη θέση του. Ο πατέρας του και η μητέρα του αρνήθηκαν. Παρουσιάστηκε όμως η ’λκηστη, που πρόσφερε εθελοντικά τη ζωή της για τη ζωή του άντρα της. Ο Ηρακλής συγκινήθηκε από την ιστορία και αποφάσισε να σώσει την όμορφη βασίλισσα. Προτίμησε να προλάβει την ’λκηστη προτού ο Χάροντας την κατεβάσει στον Κάτω Κόσμο, παρότι ήταν αποφασισμένος να κατέβει και εκεί αν χρειαζόταν. Πρόλαβε τον Χάροντα, πάλεψε μαζί του, τον νίκησε και έσωσε την ’λκηστη.

  • πήρε τη ζώνη της Ιππολύτης,

Οι Αμαζόνες ήταν ένας πολεμόχαρος λαός που κατοικούσε στην περιοχή του Εύξεινου Πόντου. Στο λαό αυτόν τον κύριο ρόλο έπαιζαν οι γυναίκες, που ήταν φοβερές πολεμίστριες. Μάλιστα για να τεντώνουν καλά το τόξο και να φέρουν τη φαρέτρα με τα βέλη, έκοβαν το δεξί τους στήθος, ενώ το άλλο το διατηρούσαν για να θηλάζουν τα μωρά τους. Από τα παιδιά τους κρατούσαν τα κορίτσια τα οποία ανατρέφονταν ανάλογα.
Στις Αμαζόνες βασίλευε μια όμορφη και πολεμόχαρη γυναίκα, κόρη του θεού ’ρη, η Ιππολύτη. Αυτή κατείχε μια θαυμάσια ζώνη, δώρο του πατέρα της. Τη ζώνη αυτή έβαλε στο μάτι ο Ευρυσθέας και ζήτησε από τον Ηρακλή να του τη φέρει, για λογαριασμό της κόρης του Αδμήτης.
O Ηρακλής εξόπλισε ένα πλοίο, μάζεψε αρκετούς ήρωες και κίνησαν για τον Εύξεινο Πόντο. Το ταξίδι ήταν μακρινό και επίπονο και στο δρόμο ο Ηρακλής και οι σύντροφοι του αντιμετώπισαν κινδύνους και περιπέτειες. Στο νησί της Πάρου, όπου προσάραξαν, οι ντόπιοι επιτέθηκαν και σκότωσαν δυο συντρόφους του Ηρακλή. Ο ήρωας θύμωσε πάρα πολύ, σκότωσε τα τέσσερα παιδιά του Μίνωα που κατοικούσαν στο νησί και κατόπιν έκλεισε τους Πάριους στα τείχη τους και τους πολιόρκησε. Οι πολιορκημένοι φυσικά δεν άντεξαν και πρότειναν ειρήνη στον Ηρακλή προθυμοποιούμενοι να αντικαταστήσουν τους δυο συντρόφους του με άλλους. Έτσι οι εγγονοί του Μίνωα, Σθένελος και Αλκαίος, ακολούθησαν τον Ηρακλή στην εκστρατεία του.
Κατόπιν το πλοίο προσάραξε στην περιοχή της Μυσίας, στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου ο βασιλιάς τους Λύκος είχε πόλεμο με μια γειτονική φυλή. Ο Ηρακλής τον βοήθησε να κατατροπώσει τους εχθρούς του και προς τιμή του ήρωα, ο Λύκος, ονόμασε την κατακτημένη χώρα Ηράκλεια.
Μετά από όλες αυτές τις περιπέτειες, το καράβι του Ηρακλή προσορμίστηκε στο λιμάνι της Θεμίσκυρας, της πρωτεύουσας των Αμαζόνων.
Η Ιππολύτη μαθαίνοντας την άφιξη των ξένων κατέβηκε στο λιμάνι μαζί με τις ακολούθους της για να μάθει τι έφερνε τους ξένους στα μέρη τους. Ο Ηρακλής, χωρίς να διστάσει, ζήτησε την περίφημη ζώνη. Η Ιππολύτη δεν είχε αντίρρηση.
Η Ήρα όμως δε θα άφηνε ήσυχο τον ήρωα. Μεταμορφωμένη σε Αμαζόνα αναμίχθηκε με τις άλλες και "λέγε-λέγε" τις έπεισε ότι οι ξένοι ήρθαν με δόλο να κυριεύσουν το βασίλειό τους. Έτσι επιτέθηκαν με αγριότητα στον Ηρακλή και τους συντρόφους του. Στη σφοδρή μάχη ο Ηρακλής σκότωσε πολλές περιώνυμες αμαζόνες και στο τέλος μονομάχησε με την ίδια την Ιππολύτη, την οποία μετά από σκληρό αγώνα σκότωσε και της πήρε την πολυπόθητη ζώνη. Ο Ηρακλής, όμως, δε σταμάτησε εδώ και εξόντωσε σχεδόν όλο το στρατό των Αμαζόνων.
’λλοι λένε ότι ο Ηρακλής κατάφερε να πάρει τη ζώνη αφού πρώτα συνέλαβε την αρχηγό του στρατού των Αμαζόνων, τη Μελανίππη, την οποία και αντάλλαξε με τη ζώνη.
’λλη εκδοχή, μεταγενέστερη, εμπλέκει και τον Θησέα στην εκστρατεία, ο οποίος παίρνει τη ζώνη και την παραδίδει στον Ηρακλή, ενώ κρατάει για τον εαυτό του και νυμφεύεται στην Αθήνα την αμαζόνα Αντιόπη.

  • έφερε τα βόδια του Γηρυόνη στον Ευρυσθέα,

Για δέκατο άθλο, ο Ευρυσθέας ζήτησε από τον Ηρακλή τα κοκκινότριχα βόδια του Γηρυόνη, του τέρατος που ζούσε στη Δύση, στο νησί Ερύθεια. Ο Γηρυόνης ήταν ένα τέρας, εγγονός του Ωκεανού. Είχε τρία κεφάλια και τρία σώματα ενωμένα μεταξύ τους, όπως στα σιαμαία. Στη φύλαξη των βοδιών βοηθούσαν τον Γηρυόνη ο γιος του ’ρη Ευρυτίωνας και ένα φοβερό σκυλί με δυο κεφάλια και φιδίσια ουρά, ο Όρθος, που ήταν και αδερφός του φύλακα του Κάτω Κόσμου, του Κέρβερου, που επίσης εξόντωσε ο Ηρακλής.
Στο δρόμο για τη χώρα του Γηρυόνη, πέρασε τη γνωστή τότε Ευρώπη ώσπου έφτασε στην Ιβηρική χερσόνησο στον πορθμό που χωρίζει την Ευρώπη με την Αφρική. Εκεί σε ανάμνηση ταξιδιού του έστησε δυο κολόνες, μια στην Αφρική και μια στην Ευρώπη, τις γνωστές "Ηράκλειες στήλες".
Φτάνοντας στην άκρη του μέχρι τότε γνωστού κόσμου, ο Ηρακλής έπρεπε να περάσει τον ωκεανό για να φτάσει στην Ερύθεια. Σ' αυτό τον βοήθησε το άρμα του Ήλιου, ένα κύπελλο, που μ' αυτό ταξίδευε στον ωκεανό ο θεός. Ο Ήλιος του το έδωσε μόνο για μια μέρα.
Ο Ηρακλής ξεκίνησε το ταξίδι του έχοντας μαζί του το δώρο του Ερμή, το Κέρας της Αμάλθειας, γεμάτο τρόφιμα για το ταξίδι, αλλά στα μισά του δρόμου εμφανίστηκε ο Ωκεανός, που προκάλεσε σφοδρή θαλασσοταραχή, η οποία δεν πτόησε τον ήρωα που απείλησε μάλιστα και τρόμαξε τον Ωκεανό με το τόξο του.
Μόλις έφτασε στο νησί του Γηρυόνη, τον αντιλήφθηκε το σκυλί-τέρας, ο Όρθος. Ο Ηρακλής του 'σπασε και τα δυο κεφάλια με το ρόπαλό του και το σκότωσε. Μετά εξόντωσε και τον Ευρυτίωνα, ο οποίος ακούγοντας τα γαβγίσματα του Όρθου έτρεξε να τον βοηθήσει. Ο Ηρακλής πήρε τα βόδια και κίνησε να φύγει. Ένας βοσκός όμως, που στην ίδια περιοχή έβοσκε τα κοπάδια του ’δη, ειδοποίησε τον Γηρυόνη, που έτρεξε να σταματήσει τον Ηρακλή. Ο Ηρακλής όμως με μια σαϊτιά του έκοψε το νήμα της ζωής.
Λένε ότι στην περιοχή που σκοτώθηκε ο Γηρυόνης φύτρωσε από το αίμα του ένα δέντρο με κόκκινους καρπούς.
Στο δρόμο της επιστροφής, αφού παρέδωσε το κύπελλο στον Ήλιο, αντιμετώπισε πολλούς ληστές και λαούς που όλοι ήθελαν να του κλέψουν τα βόδια. Τελικά, στη Θράκη η Ήρα του σκόρπισε τα βόδια. Με όσα κατάφερε να μαζέψει γύρισε στις Μυκήνες και παρέδωσε τα βόδια στον Ευρυσθέα, ο οποίος τα θυσίασε προς τιμή της Ήρας.
Ένας αρχαίος συγγραφέας, ο Απολλόδωρος, λέει ότι οι άθλοι που έπρεπε να επιτελέσει ο Ηρακλής ήταν αρχικά δέκα και έτσι με τα βόδια του Γηρυόνη τελείωνε η οφειλή του προς τον Ευρυσθέα.

  • άρπαξε τα μήλα των Εσπερίδων,

Εκτός από τα ταξίδια για το νησί του Γηρυόνη και τον Κάτω Κόσμο, ο Ηρακλής έκανε ένα ακόμη σπουδαίο ταξίδι γεμάτο περιπέτειες. Τράβηξε κατά τη Δύση πέρα από τον Ωκεανό για να φέρει στον Ευρυσθέα τα περίφημα χρυσά μήλα των Εσπερίδων.
Τα δέντρα με τα χρυσά μήλα φύτρωναν στον κήπο των θεών και προέρχονταν από το πολύτιμο δώρο της θεάς Γης προς την Ήρα όταν γίνονταν οι γάμοι της με τον Δία. Ο κήπος των θεών ήταν κοντά στο μέρος όπου ο γίγαντας ’τλαντας σήκωνε στους ώμους του τον ουρανό. Στον κήπο των θεών έμεναν και οι τρεις Εσπερίδες, κόρες της Νύχτας, οι οποίες μη αντέχοντας τον πειρασμό έκοβαν τα χρυσά μήλα της θεάς. Η Ήρα για να τα προστατέψει έβαλε να φυλάει τα δέντρα της ένα εκατοντακέφαλο φοβερό φίδι, ο Λάδωνας, το οποίο δεν κοιμόταν ποτέ. Ο Ηρακλής ξεκίνησε για τη νέα του αποστολή κινούμενος στην αρχή βόρεια και ύστερα έφτασε μέσω Ιλλυρίας στον Ηριδανό ποταμό. Εκεί οι Νύμφες του ποταμού τον προέτρεψαν να ρωτήσει το γερο Νηρέα, θαλασσινό θεό, ποιο δρόμο έπρεπε να ακολουθήσει για να βρει τον κήπο των θεών. Ο Νηρέας δεν ήταν και τόσο πρόθυμος να βοηθήσει τον Ηρακλή και ο ήρωας έπρεπε να τον ζορίσει. Στην αρχή προσπάθησε να τον συλλάβει ενώ κοιμόταν, αλλά ο Νηρέας ξύπνησε και μεταμορφωμένος πότε σε νερό, πότε σε φωτιά επιχείρησε να ξεφύγει. Ο Ηρακλής, όμως, τον έπιασε και αφού ο Νηρέας πήρε την αρχική του μορφή του έδειξε το δρόμο.
Ο ήρωας πέρασε απέναντι στην Αφρική και μετά από περιπέτειες, αφού σκότωσε στη Λιβύη το γίγαντα Ανταίο και στην Αίγυπτο το βασιλιά της Βούσιρη και το γιο του, πέρασε την Αραβία και πηγαίνοντας συνεχώς βόρεια έφτασε στον Καύκασο. Ο γίγαντας Ανταίος καλούσε όποιον ξένο περνούσε από τον τόπο του σε μονομαχία. Είχε όμως ανεξάντλητες δυνάμεις, οι οποίες πήγαζαν από την ίδια τη Γη, τη μητέρα του, όσο πατούσε σ' αυτή. Φυσικά εξόντωνε τους αντιπάλους του και τα κρανία τους τα χρησιμοποιούσε για να χτίσει ένα ναό προς τιμή του πατέρα του Ποσειδώνα. Ο Ηρακλής κλήθηκε να τον αντιμετωπίσει. Τον σήκωσε ψηλά ώστε να τον αποκόψει από την πηγή των δυνάμεών του και τον συνέθλιψε ανάμεσα στα φοβερά του μπράτσα.
Στον Καύκασο ο Ηρακλής συνάντησε τον Προμηθέα, που ήταν δεμένος σ' ένα βράχο του βουνού και ένας αετός ερχόταν και του έτρωγε το συκώτι. Τον είχε τιμωρήσει ο πατέρας των θεών, ο Δίας, επειδή δεν πειθάρχησε και έδωσε τη φωτιά τους ανθρώπους, ένα πολύτιμο δώρο που άλλαξε τη ζωή τους. Ο Ηρακλής σκότωσε τον αετό και απελευθέρωσε τον Προμηθέα. Ο τελευταίος σε αντάλλαγμα του υπέδειξε έναν τρόπο για να πάρει τα μήλα των Εσπερίδων. Του είπε πως το καταλληλότερο πρόσωπο για μια τέτοια δουλειά ήταν ο αδερφός του, ο ’τλαντας, που βαστούσε στους ώμους του τον ουρανό. Τον συμβούλεψε να προσέχει γιατί ο ’τλας ήταν πονηρός και θα προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τον ξεγελάσει.
Έτσι κι έγινε. Ο Ηρακλής βρήκε τον ’τλαντα να κρατάει στους ώμους του τις κολόνες του ουρανού και τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει να κόψει τα μήλα των Εσπερίδων. Ο Τιτάνας δέχτηκε με προθυμία, αλλά παρακάλεσε τον Ηρακλή να τον απαλλάξει για λίγο από το βάρος του μέχρι να κόψει τα μήλα και να τα φέρει. Ο Ηρακλής, αν και πονηρεύτηκε, μη μπορώντας να κάνει κι αλλιώς πήρε τις κολόνες του ουρανού στους ώμους του.
Ο ’τλας πήγε κατευθείαν στις Εσπερίδες και τους είπε να του δώσουν τα τρία χρυσά μήλα. Πρώτα, όμως, έπρεπε να εξουδετερωθεί ο Λάδωνας, το ακοίμητο φίδι-φύλακας των δέντρων. Οι Εσπερίδες κατασκεύασαν τότε ένα γλυκό ποτό στο οποίο έριξαν υπνωτικά βότανα. Μόλις ο Λάδωνας το ήπιε, έπεσε σε βαθύ ύπνο. Έτσι ο ’τλαντας πήρε τα μήλα. Ο Τιτάνας σκέφτηκε ότι ήταν μια καλή ευκαιρία να φορτώσει σε άλλον τα βάρη του ουρανού. Είπε, λοιπόν, στον Ηρακλή να κρατήσει ακόμα λίγο τα βάρη του μέχρις ότου εκείνος πάει τα μήλα στον Ευρυσθέα και επιστρέψει. Ο Ηρακλής συγκράτησε το θυμό του και επιστράτευσε την πονηριά του. Έκανε πως δέχεται, αλλά παρακάλεσε τον ’τλαντα, επειδή το βάρος του είχε κόψει τις πλάτες, να τον βοηθήσει να βάλει μια κουλούρα στις κολόνες του ουρανού, ώστε να μην ενοχλείται. Πράγματι, ο ’τλας άφησε κάτω τα μήλα και κράτησε τον ουρανό για να διευκολυνθεί ο Ηρακλής. Ο ήρωας όμως του έδωσε μια και τον έσπρωξε κάτω από τον ουρανό και αυτός ξεγλίστρησε και έφυγε.
Έτσι τα χρυσά μήλα των Εσπερίδων έφτασαν στον Ευρυσθέα, ο οποίος τα χάρισε στον Ηρακλή. Ο τελευταίος δεν ήθελε να τα κρατήσει και τα δώρισε στη θεά Αθηνά. Η θεά τα επέστρεψε πίσω στον κήπο των θεών, μια και η κλοπή τους ήταν ανίερο πράγμα.

  • έφερε τον Κέρβερο από τον Άδη

Ο Ευρυσθέας πρόσταξε τον Ηρακλή να του φέρει το φοβερό τέρας που φύλαγε την πύλη του Κάτω Κόσμου, τον Κέρβερο. Το τέρας είχε γεννήτορες τον Τυφώνα και την Έχιδνα, και αδέρφια του ήταν ο Όρθος του Γηρυόνη, η Λερναία ύδρα και η Χίμαιρα. Είχε πενήντα κεφάλια, από τα οποία τα τρία μπροστινά είχαν τη μορφή σκύλου, ενώ τα άλλα ήταν άλλων ζώων και μια ουρά που κατέληγε σε κεφάλι θανατηφόρου φιδιού.
Πριν ξεκινήσει το ταξίδι του ο Ηρακλής πήγε στην Ελευσίνα και μυήθηκε στα Ελευσίνια μυστήρια, τα οποία είχαν σχέση με τις χθόνιες λατρείες. Παράλληλα ο Δίας διέταξε τον Ερμή και την Αθηνά να τον ακολουθήσουν για να τον συμβουλεύουν στις δύσκολες στιγμές.
Ο Ηρακλής κίνησε για τον Κάτω Κόσμο και πέρασε σ' αυτόν από την είσοδό του, από το ακρωτήριο Ταίναρο στη Λακωνία. ’λλοι τοποθετούν την είσοδο αυτή σε διαφορετικά μέρη, όπως στη λίμνη Αχερουσία στη Θεσπρωτία και αλλού. Στο Ταίναρο υπήρχε ναός του Ποσειδώνα και από πίσω μια σπηλιά που οδηγούσε κάτω από τη θάλασσα, όπου ήταν το βασίλειο του Πλούτωνα και της γυναίκας του, της κόρης της Δήμητρας, Περσεφόνης. Για να περάσει στον Κάτω Κόσμο έπρεπε να χρησιμοποιήσει τη βάρκα του Χάρωνα. Ο τελευταίος έφερνε δυσκολίες στον Ηρακλή, αλλά υπέκυψε μόλις ο ήρωας έχασε την ψυχραιμία του και απείλησε να του σπάσει το κεφάλι με το κουπί της βάρκας που μετέφερε τους νεκρούς στον άλλο κόσμο.
Μόλις οι ψυχές των νεκρών αντίκρισαν τον Ηρακλή σκόρπισαν τρομαγμένες, εκτός από αυτή του Μελέαγρου, τον οποίο ο Ηρακλής συμπόνεσε και του υποσχέθηκε να παντρευτεί την αδερφή του Δηιάνειρα. Κατόπιν συνάντησε τον Θησέα και τον Πειρίθου, που αποπειράθηκαν να αρπάξουν την Περσεφόνη. Ελευθέρωσε τον Θησέα, όχι όμως και τον Πειρίθου, που ήταν δεμένος σ' ένα βράχο υπό την απειλή φιδιών. Κάθε φορά που ο Ηρακλής επιχειρούσε να τον τραβήξει κουνιόταν η γη συθέμελα. Έτσι εγκατέλειψε την προσπάθεια.
Ύστερα από όλες αυτές τις περιπέτειες, ο Ηρακλής παρουσιάστηκε στον Πλούτωνα και του ζήτησε την άδεια να πάρει μαζί του στον επάνω κόσμο τον Κέρβερο. Ο Πλούτωνας συγκατένευσε, αλλά με τον όρο να μη χρησιμοποιήσει ο ήρωας κανένα όπλο, ούτε ασπίδα, ούτε ρόπαλο, παρά μόνο τα χέρια του. Έτσι κι έγινε. Ο Ηρακλής φόρεσε μόνο τη λεοντή του και διαμόρφωσε κάποιες πέτρες κοφτερές στο ένα τους άκρο. Στην πύλη του Αχέροντα συνάντησε τον Κέρβερο και τον κατέβαλε με την τεράστια μυϊκή του δύναμη, πιάνοντας τα τρία σκυλίσια κεφάλια του ανάμεσα στα μπράτσα του. Ο Κέρβερος αντέδρασε στην αρχή χτυπώντας και δαγκώνοντας τον ήρωα με τη φιδίσια ουρά του, αλλά στο τέλος παραδόθηκε.
Ο Πλούτωνας δεν πίστευε ότι ο Ηρακλής θα τα κατάφερνε. Έτσι μόλις αντιλήφθηκε την επιτυχία του, άρχισε να μασάει τα λόγια του και να αρνιέται να τηρήσει την υπόσχεσή του. Θυμωμένος ο Ηρακλής δε δίστασε να τον πείσει τραυματίζοντάς τον μ' ένα βέλος. Με τη βοήθεια της Αθηνάς πέρασε το ποτάμι του Κάτω Κόσμου, τη Στύγα, και έφτασε στην έξοδό του στην περιοχή της Τροιζήνας. Ο Κέρβερος ζαλισμένος από τον πολύ ήλιο δεν μπορούσε ν' αντιδράσει. Ο Ηρακλής τον έφερε στις Μυκήνες και μπροστά στη θέα του φριχτού τέρατος ο Ευρυσθέας βρήκε για μια ακόμα φορά καταφύγιο στο αγαπημένο του χάλκινο πιθάρι.


Εκτός από τους άθλους ο Ηρακλής πραγματοποίησε και άλλα μυθικά κατορθώματα.

  • Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία και ελευθέρωσε την Ησιόνη, κόρη του Τρώα βασιλιά Λαομέδοντα, από ένα θαλάσσιο τέρας. Δεν συνέχισε όμως μέχρι τέλους την εκστρατεία, γιατί ήταν πολύ βαρύς και η Αργώ, το πλοίο των Αργοναυτών, δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος του.
  • Στη Λιβύη νίκησε το γίγαντα Ανταίο, γιο του Ποσειδώνα και της Γης, που ήταν πολύ δυνατός, επειδή έπαιρνε δύναμη πατώντας τη Γη, το κορμί της μητέρας του. Ο Ηρακλής, καταλαβαίνοντας πού οφειλόταν η δύναμή του, τον σήκωσε ψηλά με τα δυνατά μπράτσα του και τον έπνιξε χωρίς δυσκολία. Ύστερα από αυτό το κατόρθωμα, ο Ηρακλής κουρασμένος, έπεσε να κοιμηθεί. Τότε οι Πυγμαίοι, ένας λαός νάνων, τον αλυσόδεσαν και τον κάρφωσαν στη γη. Όταν ξύπνησε ο Ηρακλής, τινάχτηκε επάνω και αρπάζοντάς τους στη χούφτα του, τους τύλιξε όλους στο τομάρι του λέοντα της Νεμέας που φορούσε.
  • Ο Ηρακλής ελευθέρωσε ακόμα και τον Προμηθέα, που τον είχε δέσει ο Δίας στον Καύκασο για να τον τιμωρήσει επειδή είχε χαρίσει στους ανθρώπους το μυστικό της φωτιάς.
  • Αυτός έφερε την Άλκηστη από τον Άδη, αφού πάλεψε με τον Χάρο και την ελευθέρωσε. Η Άλκηστη ήταν γυναίκα του βασιλιά των Φερών Αδμήτου, που, για να σώσει τον άντρα της, δέχτηκε να πεθάνει αντί γι' αυτόν. Ο Ηρακλής έτυχε να περνά εκείνες τις μέρες από τις Φερές και πέρασε να επισκεφτεί το φίλο του το βασιλιά. Μαθαίνοντας τη μεγάλη συμφορά που είχε βρει το παλάτι του, έτρεξε και, προλαβαίνοντας το Χάρο, πάλεψε μαζί του και έφερε στη ζωή ξανά την όμορφη Άλκηστη.
  • Ο Ηρακλής σκότωσε ακόμα, για να απαλλάξει τους ανθρώπους από την τυραννία, τον αιμοβόρο τύραννο της Αιγύπτου Βούσιρι.
  • Ελευθέρωσε τον Θησέα από τη φυλακή του βασιλιά των Μολοσσών στην Ήπειρο.
  • Το τελευταίο κατόρθωμα του Ηρακλή ήταν ο φόνος του κενταύρου Νέσσου, που προσπάθησε να κλέψει τη γυναίκα του ήρωα, την όμορφη Δηιάνειρα. Τη στιγμή που ο Νέσσος πέθαινε από τα δηλητηριασμένα βέλη του Ηρακλή εκμυστηρεύθηκε στη Δηιάνειρα ότι ο σύζυγός της δεν την αγαπούσε πια και ότι για να ξανακερδίσει την αγάπη του, έπρεπε να του δώσει να φορέσει ένα χιτώνα, αφού τον βουτήξει πρώτα μέσα στο αίμα του πεθαμένου κενταύρου. Η Δηιάνειρα, που δεν ήξερε ότι το αίμα του Νέσσου ήταν δηλητηριασμένο από τα βέλη, έδωσε το χιτώνα στον ήρωα. Οι πόνοι του Ηρακλή ήταν τόσο φριχτοί, ώστε τρελάθηκε και, ανάβοντας φωτιά πάνω στην κορφή του βουνού Οίτη, κάηκε ζωντανός. Ακόμα και σήμερα, η υψηλότερη κορυφή αυτού του βουνού ονομάζεται Πυρά.

Μετά το θάνατό του ο Ηρακλής απο-θεώθηκε, έγινε δηλαδή θεός της δύναμης και της ρώμης. Ο Δίας τον πήρε στον Όλυμπο και τον πάντρεψε με τη θεά της νιότης, την Ήβη.

Τον Ηρακλή οι αρχαίοι Έλληνες τον παρίσταναν συνήθως ντυμένο με τη λεοντή, να κρατά ένα ρόπαλο στο χέρι, με παράστημα γίγαντα και σώμα δυνατό, νεανικό και εύρωστο.

Unless otherwise stated, the content of this page is licensed under Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License