Κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Παπαζήση το βιβλίο με τίτλο Ογχήστιος Ποσειδώνας - Λατρεία και Πολιτική των Πάρι Βαρβαρούση και Παναγιώτας Παπαευαγγέλου (εκδ. Παπαζήση, 2017, ISBN 978-960-02-3331-5)
ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΑΡΑΒΑΝΤΙΝΟΥ
Ένα νέο βιβλίο, το τρίτο κατά σειρά με αντικείμενο την αρχαία Αλιαρτία, αρχίζει το ταξίδι του με τις υπογραφές των συγγραφέων του, Π. Βαρβαρούση και Π. Παπαευαγγέλου, και με τις ευχές όλων, όσοι, με το δικό τους τρόπο και για τους δικούς τους λόγους, αγαπούμε την αρχαία και τη σύγχρονη Βοιωτία. Από κάθε σελίδα του ή καλύτερα από κάθε λέξη του -γιατί καμμιά τους δεν είναι τυχαία- αναδύεται η γνώση και διαχέεται η αγάπη για τον τόπο που ανέκαθεν λειτούργησε ως κοιτίδα, δίαυλος ή σταυροδρόμι λογής-λογής πολιτικών και πολιτισμικών ρευμάτων. 0 τίτλος του βιβλίου είναι εύγλωττος και σαφής. Η θρησκεία -με κύρια έκφρασή της τη λατρεία- αγκάλιασε παντού και πάντοτε την πολιτική και αντιστρόφως η πολιτική τη θρησκεία.
Το ανά χείρας βιβλίο ολοκληρώνει μια τριλογία μελετών, γραμμένων με μεράκι, ζήλο, μεθοδικότητα και ευαισθησία. Θέμα τους είναι η αρχαία Αλιαρτία, μια λωρίδα γης ανάμεσα στο ιερό βουνό των Μουσών και τη «ζείδωρο» λεκάνη της Κωπάίδας, παρελικώνια, παραλίμνια περιοχή και περιλίμνια (perilacustris) συνάμα. Τώρα όμως το εξώφυλλο προϊδεάζει ευχάριστα τον αναγνώστη για κάτι το διαφορετικό στα περιεχόμενα και για τη νέα γραμμή πλεύσης των δημιουργών του βιβλίου με δύο ενδιαφέρουσες καινοτομίες. Η πρώτη εκφράζεται με την ουσιαστική συνεργασία των δύο συζύγων συγγραφέων, λογίων και ταλαντούχων ερευνητών στους τομείς τους, αντίστοιχα της πολιτικής επιστήμης και της κλασικής φιλολογίας. Η δεύτερη καινοτομία παρουσιάζεται στον τίτλο του έργου και στη χαρακτηριστική διελκυστίνδα του υπότιτλου, μεταξύ των δύο προαιώνιων μοχλών του ιστορικού γίγνεσθαι, δηλαδή της θρησκείας, ως λατρείας και της πολιτικής. Είναι όμως προφανές ότι, τόσο η παραπληρωματική συνεργασία των δύο συγγραφέων όσο και η διαρκής σύνθεση και αντίθεση των δύο εννοιών και πρακτικών, λατρείας και πολιτικής, κινούνται και δρουν στην κονίστρα της ιστορίας, ώστε στο τέλος και στην ουσία να μην αποτελούν ειδοποιούς διαφορές του βιβλίου σε σχέση με το ιστορικό περιεχόμενο και των προηγούμενων έργων, για την Αλίαρτο και την προϊστορική κατοίκηση στη σπηλιά του Σεϊντή.
Το τοπικό και χρονικό σκηνικό, όπου κινείται το νέο βιβλίο ανήκει σε μοναδική για την πολιτική και θρησκευτική σημασία της περιοχής και σε μια άκρως ιδιαίτερη συγκυρία της αρχαίας ιστορίας της Βοιωτίας. Η περιπλάνηση στο πανάρχαιο και πολυσύνθετο μυθικό υπόβαθρο του τόπου είναι απολύτως απαραίτητη και εξόχως γοητευτική, με την επίγνωση όμως ότι η μυθολογική αφήγηση δεν είναι ιστορία και ούτε καν αξιόπιστη ιστορική πηγή, ασχέτως αν οι αρχαίοι χρησιμοποιούσαν την παράδοση αναλόγως με τις ανάγκες και τις περιστάσεις. Όμως και η ιστορία είναι διαρκώς και εκκωφαντικά παρούσα στη Βοιωτία και μάλιστα εδώ. Το υποβλητικό φυσικό και ανθρωπογενές περιβάλλον του Ποσειδώνιου άλσους της Ογχηστού, ανάμεσα στην ακρολιμνιά του μεγαλύτερου υγροβιότοπου της νότιας Ελλάδας και στον ήμερο και μενεξεδί ορεινό όγκο του ανατολικού Ελικώνα, μάγευε ανέκαθεν τους ταξιδιώτες, στην αρχαιότητα αλλά και σήμερα. Αλλοτε προσκυνητές στο δρόμο τους προς το δελφικό ιερό, άλλοτε οδοιπόροι στο κεντρικό σταυροδρόμι του ελληνικού κόσμου και άλλοτε πολεμιστές στα πολυσύχναστα περάσματα της Βοιωτίας, είχαν την ποσειδώνια Ογχηστό ως αφετηρία και σταθμό τους, για τα σεβάσματα των Ελικωνίων Μουσών και των Λειβηθρίων Νυμφών, για τα πανάρχαια ιερά της Αθηνάς, στις Αλαλκομενές και στην Κορώνεια (Ιτώνιο), για το χρηστήριο του Τροφωνίου στην ιερή Λεβάδεια, για το προμαντείο του φωκικού Πανοπέα.
Η μυθολογία, σταθερό υπόβαθρο της θρησκείας και της λατρείας, έπαιζε καταλυτικό ρόλο στις πρώιμες κοινωνίες και είναι πανταχού παρούσα στις αρχαίες πηγές. Εκεί στο κέντρο της Βοιωτίας, πλάι στο απέραντο υγρό στοιχείο της Κωπαΐδας, με τις πολλές άλλες λίμνες, τα ποτάμια, τις πηγές, τις καταβόθρες, τις κατακλυσμένες ως τη θάλασσα πεδιάδες, κατοικούσε και κυρίως λατρευόταν ο Ποσει- δώνας. Κατά τους αρχαίους μάλιστα του ανήκε ολάκερη η βοιωτική γή, όπου είχε την πανάρχαια εξουσία του ως κύριος των απέραντων υδάτων, των αλόγων και των ανεξιχνίαστων υπόγειων σεισμών και καταποντισμών, συχνών πυκνών στην περιοχή.
Οι παραδόσεις και τόσες άλλες μαρτυρίες των αρχαίων, ανεξάρτητα από την κριτική της αξιοπιστίας τους μεταφέρουν αυτούσια μηνύματα, ευαισθησίες και βιώματα των αλλοτινών κατοίκων του τόπου, φορέων μιας τεράστιας παλαιάς και τότε, στα κλασσικά και ελλη
νιστικά χρόνια, κληρονομιάς. Οι συγγραφείς, συνδυάζοντας πολιτική σκέψη, μεθοδολογική επιστημονική έρευνα και σπάνια αρχαιογνωσία (Altertumswissenschaft), που τις διδάχθηκαν και άσκησαν δια βίου, υπεισέρχονται σε πλήθος όσα πεδία, όσα οι αρχαίες κοινωνίες βίωσαν και κληρονόμησαν στους μετέπειτα αιώνες. Αναφέρομαι ενδεικτικά σε κλάδους και πεδία όπως οι καλές τέχνες, η φιλολογία, η ιστορία, η επιγραφική, η νομισματολογία, η θρησκειολογία, η αρχαιολογία, η γεωγραφία, η αρχαιομετρία, η κριτική των αρχαίων πηγών, η γλωσσολογία, η πολιτική επιστήμη κ.ά. Οι συγγραφείς, χάρη στη άδολη αγάπη για το αντικείμενό τους και την πίστη τους στο όραμα του «νόστου», κατάφεραν να περάσουν, σχεδόν αλώβητα, τις παραπάνω Συμπληγάδες και, πλέοντας σε ήρεμα νερά, να οδηγήσουν το σκάφος τους στις καταπράσινες όχθες της άλλοτε μεγάλης λίμνης και εκείθε να το αράξουν δίπλα στο πολυπόθητο άλσος του Ποσειδώνα, στην Ογχηστό. Δεν φοβήθηκαν «τους Λαιστρυγόνες και τους Κύκλωπες» και εξευμένισαν αρκούντως «τον θυμωμένο…άγριο Ποσειδώνα», του νεότερου ποιητή της Ιθάκης. Αυτοί τον θεό της 0γχηστού «τον κουβαλούσαν μες την ψυχή τους» και ασφαλώς τον γοήτευσαν με τα όσα έγραψαν με στοργή, μόχθο και συνέπεια.
Το έργο τους, χωρίς να φιλοδοξεί να φθάσει την άπιαστη κορυφή της απολλώνιας σοφίας ή της ελικώνιας έμπνευσης, διαθέτει, επί μέρους και επί του συνόλου του, τις κύριες αρετές και τα βασικά γνωρίσματα και χαρίσματα όλων των επιπέδων γνώσης: την απλότητα, τη σεμνότητα, την φιλαλήθεια, τη μετριοφροσύνη, τη φιλοπονία, την μεθοδικότητα, τη φιλανθρωπία, την πίστη, τον έρωτα για τη διαχρονική φυσική και πολιτισμική ενότητα και συνέχεια του τόπου. Το διακύβευμα ήταν μεγάλο. Σταδιακά, πρώτα με την ιστοριοδιφική εργασία τους για την αρχαία Αλίαρτο, ύστερα με την αναδίφηση της απώτερης προϊστορίας της περιοχής και τώρα με τη διεπιστημονική ερμηνεία των πολυσύνθετων φαινομένων μια ξεχωριστής αρχαίας λατρείας με σαφείς πολιτικές διαστάσεις και προεκτάσεις, κατέγραψαν πλήθος στοιχεία που ερμηνεύουν τις πολιτικές της ιστορίας και τις ιστορίες της πολιτικής διαχρονικά. Το έργο τους αυτό, μαζί με τα δύο προηγηθέντα για την Αλιαρτία, είναι καρπός μιας καρποφόρας και χαμηλότονης συν-εργασέας σε χώρους και δρόμους γνώριμους στους συγγραφείς αλλά, παρά ταύτα, το ίδιο ολισθηρούς και ακανθώδεις ακόμη και για τους ειδικούς, τους μυημένους επί μακρόν στα θιγόμενα επιστημονικά πεδία.
Συνειδητά ή αυθόρμητα οι συνεργαζόμενοι συγγραφείς διερεύνησαν,μέσα από μία διαλεκτική ανάλυση και σύνθεση των πηγών τους, το πιο ευαίσθητο δίπολο της αρχαίας, νεότερης και σύγχρονης σκέψης: τη θρησκεία (λατρεία) και την πολιτική. Γνωρίζω ότι οι συγγραφείς θα επιθυμούσαν, αυτή η δική τους θεώρηση της λατρείας, της πολιτικής και της ιστορίας του προσφιλούς τους τόπου, ιδιαίτερα υποβλητικού ανά τους αιώνες, να «συμπληρώσει τα απτά αποτελέσματα της αρχαιολογικής έρευνας στην περιοχή».
Βασίλειος Αραβαντινός, επίτιμος Έφορος των Αρχαιοτήτων Βοιωτίας
ΕΠΙΜΕΤΡΟ
Αειφόρος χρήση της πολιτισμικής κληρονομιάς της Ογχηστού
Ως επίμετρο της παρούσας μελέτης προτείνονται συνοπτικά ορισμένες πρακτικές λύσεις που μπορούν να συμβάλουν στην αναγνώριση και διάχυση της πολυσύνθετης πολιτισμικής κληρονομιάς τής Ογχηστού
μέσα από το πλούσιο λογοτεχνικό, ιστορικό και ανασκαφικό υλικό, όπως αυτό εκφράστηκε με την επιστημονική τεκμηρίωσή του.
Το πρώτο ερέθισμα προς την κατεύθυνση αυτή προσφέρει, ήδη κατά την ελληνική αρχαιότητα, ο Παυσανίας που συνδέει την Ογχηστό με την ελληνική μυθολογία αναφέροντας ότι βρισκόταν κοντά στον λόφο της θρυλικής Σφίγγας που υπέβαλλε τους περαστικούς σε δοκιμασία με το περίεργο αίνιγμά της. Στη νεότερη εποχή, η περιγραφή του περιηγητή Habbo Gerhard Lolling, σύμφωνα με την οποία η Ογχηστός με το ιερό της βρίσκεται στον «λόφο που χωρίζει την Κωπαΐδα από το λεκανοπέδιο της Θήβας, απ’ όπου ο ταξιδιώτης,
ερχόμενος από τη Θήβα, αντίκριζε για πρώτη φορά την όμορφη λίμνη της Κωπαΐδας», προβάλλει με παραστατικότητα και ζωντάνια το ιδιαίτερο βοιωτικό τοπίο, όπου οι τοπικές κοινωνίες ήδη από τη
μυκηναϊκή εποχή λάτρευαν τον κοσμοσείστη θεό. Επίσης, την περιοχή απαθανάτισαν με τα έργα τους ζωγράφοι, μεταξύ των οποίων ο Simone Pomardi που συνόδευε τον περιηγητή Edward Dodwell (1801),
και ο Carl Anton Joseph Rottmann (1837), ο μεγάλος «Έλληνας ζωγράφος», όπως ονομάστηκε αργότερα.
Η επίδραση που ασκούσε ανέκαθεν το ποικιλόμορφο κωπαϊδικό τοπίο της Ογχηστού στις τοπικές κοινωνίες και η διατήρησή του στη μνήμη όσων το επισκέφθηκαν ήταν αποτέλεσμα του συνδυασμού ιδιαιτεροτήτων και συμβολισμών που εξέπεμπε το ειδυλλιακό φυσικό περιβάλλον σε συνδυασμό με το ιστορικό και μυθικό παρελθόν. Οι ποιητικές αναφορές στα καθαρόαιμα άλογα (κέλητες) που έφθασαν από την Αφρική στις εύφορες πεδιάδες στις ογχήστιες όχθες τής λίμνης τής Κωπαΐδας και, μετά τη δοκιμασία στο Ογχήστιο ιερό, αξιοποιούνταν σε ιππικούς αγώνες στα πανελλήνια ιερά, συμπληρώνουν την εικόνα του Ποσιδήιου ἀγλαοῦ ἄλσους.
Η Κωπαΐδα του Carl Rottmann, 1835 (Neue Pinakothek, München) Ο Rottmann απεικονίζει εδώ μόνο το βόρειο τμήμα της λίμνης. Το μεγαλύτερο μέρος της δεν ήταν ορατό από τη θέση, όπου στεκόταν, λόγω του παρεμβαλλομένου λοφίσκου που διακρίνεται στα αριστερά. Κατά τον σχεδιασμό του τοπίου, ο ζωγράφος πρέπει να στεκόταν σε χαμηλό ύψωμα κοντά στην Αγία Μαρίνα, όπου βρίσκεται μια από τις αρχαιότερες νεολιθικές θέσεις της Βοιωτίας. Πίσω του είχε τη Μεγάλη Καταβόθρα (ή Σπηλιά του Ηρακλή), απ’ όπου εκχύονταν τα νερά της λίμνης στον Ευβοϊκό κόλπο (όρμος Σκροπονέρι). Στο μέσον της εικονιζομένης άποψης της λίμνης, διακρίνεται η νησίδα Γκλα με τα κατάλοιπα της μυκηναϊκής ακρόπολης και, στο βάθος, το όρος Ακόντιον, στους πρόποδες του οποίου βρίσκεται ο Ορχομενός. Πιο πίσω, προβάλλει ο μεγάλος όγκος του Παρνασσού. Δεξιά της νησίδας, ο ζωγράφος αποτύπωσε την περιοχή του Κάστρου, όπου στην αρχαιότητα υπήρχε η πόλη Κώπαι που έδωσε στη λίμνη το όνομά της. Ο Rottmann έκανε το πρώτο σχέδιο του πίνακα με μολύβι. Με την επιστροφή στην πατρίδα του, αποτύπωσε το κωπαϊδικό τοπίο σε ελαιογραφία, καθώς και όλα τα άλλα μέρη της Ελλάδας, για τα οποία είχε κάνει σχέδια.
Το Ποσειδώνιο της Ογγηστού μπορεί να ανακτήσει και στη σύγχρονη εποχή τμήμα τής παλιάς του αίγλης. Η προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση δεν θα πρέπει, κατά τη γνώμη μας, να περιορίζεται μόνο στη μελέτη των δεδομένων που προκύπτουν από τις ανασκα φές, αλλά να συμπεριλαμβάνει και να προβάλλει με ενιαίο τρόπο το σύνολο των γνώσεων, υλικών και άυλων, που έχουν κληρονομηθεί, δεδομένου ότι μόνο μέσω μιας ολοκληρωμένης εικόνας τού εν λόγω πολιτισμικού προϊόντος είναι δυνατό να επιτευχθεί η αειφόρος αξιοποίησή του. Θα προσθέταμε, μάλιστα, ότι κάτι τέτοιο μπορεί να επιτευχθεί ιδιαίτερα μέσω της διασύνδεσης της πλούσιας πολιτισμικής και φυσικής κληρονομιάς τής Ογχηστού και με τα όμορά της πολιτισμικά κέντρα. Η συνειδητοποίηση της τεράστιας επιρροής που ασκούσε ο μέχρι πρόσφατα κρυμμένος «θησαυρός» τής Ογχηστού στη ζωή των Βοιωτών γίνεται πλέον αντικείμενο συλλογικής μνήμης και ως κοινωνικό αγαθό συνδέεται με το παρόν ενισχύοντας τη διάχυσή του μεταξύ των πολιτών. Το γεγονός ότι οι ομοτράπεζοι και
συγκάτοικοι κατά τον Στράβωνα και αμφικτίονες κατά τον Πίνδαρο είχαν συσπειρωθεί γύρω από τον κοσμοσείστη θεό που είχε τον θρόνο του στην Ογχηστό και διαμόρφωσαν τη συλλογική τους ταυτότητα
δημιουργώντας πόλεις και ιερά ήδη από τα αρχαϊκά χρόνια αγγίζει σήμερα κάθε άτομο χωριστά.
Ως εκ τούτου, η δύναμη της ογχήστιας πολιτισμικής κληρονομιάς εκφράζει ουσιαστικά μια επικοινωνιακή διαδικασία που διαμορφώνει τη συλλογική μνήμη, ιδιαίτερα με την κατανόησή της ως νέου πολιτισμικού προϊόντος. Στον βαθμό που ο πολιτισμός από τη φύση του συμβάλλει στην κοινωνική αλληλεγγύη και την κοινωνική συνοχή, οι δημόσιοι και ιδιωτικοί φορείς που εξειδικεύονται στην προβολή και διαχείριση πολιτισμικών προϊόντων, καθώς και οι υπεύθυνοι των τοπικών κοινωνιών έχουν κάθε λόγο να σχεδιάσουν μια στρατηγική επικοινωνίας στο συγκεκριμένο θέμα αξιοποιώντας και την ψηφιακή τεχνολογία, ο ρόλος της οποίας είναι σήμερα ιδιαίτερα σημαντικός.