Μπλούτη Καράτζαλη Νίκη | "Ούτε θα γίνουμε ποτέ;" (διήγημα)

Oύτε θα γίνουμε ποτέ; : διήγημα / Νίκη Μπλούτη Καράτζαλη

blouti4.jpg

Είναι μούσκεμα μέχρι το κόκκαλο. Τρέμει απ’ το κρύο κι απ’ τον φόβο. Τα δόντια χορεύουν στο στόμα της έναν παράξενο ρυθμό. Με το ένα της χέρι κρατάει σφιχτά τη μπλούζα της μεγάλης αδερφής της. ‘’Να με κρατάς να μη χαθούμε…’’ της ψιθυρίζει εκείνη συνέχεια στ’ αυτί απ’ την ώρα που μπήκαν στη βάρκα. Η μάνα τους είναι απέναντι με το μωρό αγκαλιά. Δεν τα κατάφεραν να κάτσουν δίπλα της. Το μωρό τους κλαίει συνέχεια. Είναι στριμωγμένοι δεκάδες άνθρωποι στη βάρκα. Ο ένας πάνω στον άλλον. Κάποιος την πάτησε δυο τρεις φορές, αλλά αυτή δε νιώθει πια τα πόδια της απ’ το κρύο. Κι απ’ τον φόβο. Τρέμει… Όλοι τρέμουν κι όλοι κλαίνε. Οι γυναίκες πιο πολύ. Τη μάνα τους δεν μπορούν να τη δούνε, μονάχα ένα μέρος απ’ το φουστάνι της φαίνεται κάποιες φορές κι η Μαριάμ έχει κολλήσει τα μάτια της εκεί για να μην τη χάσουν. Ξαφνικά κάποιοι φωνάζουν ‘’το μωρό… το μωρό…. σταματήστε τη βάρκα…’’, αλλά η βάρκα συνεχίζει ν’ ανεβοκατεβαίνει, να σχίζει τα κύματα και να πλημμυρίζει νερά. Κάποιες γυναίκες έχουν σηκωθεί όρθιες και ουρλιάζουν για ν’ ακουστούν, ‘’το μωρό… το μωρό…’’ Το κλάμα του μωρού έπαψε ν’ ακούγεται πια. Η καρδιά της χτυπάει παράφορα. Ένας λυγμός ανεβαίνει στο λαρύγγι της κι αρχίζει να κλαίει ξανά. ‘’Το μωρό μου… το μωρό μου…’’ ακούει αχνά τη φωνή της μάνας της να σχίζει το σκοτάδι. Ψάχνει απεγνωσμένα με τα μάτια της να βρει την άκρη απ’ το φουστάνι της. Δε φαίνεται πουθενά. Γυρνάει το κορμί της κι αναζητάει απελπισμένα τα μάτια της Ραχέλ για να καταλαγιάσει την αγωνία της. Εκείνη τη σφίγγει με δύναμη στην αγκαλιά της και συνεχίζει να κλαίει βουβά. ‘’Να με κρατάς να μη χαθούμε…’’ της λέει γι’ άλλη μια φορά δυνατά για να την ακούσει.

Το χέρι της Ραχέλ την έσπρωξε μαλακά για να ξυπνήσει. Άνοιξε τα μάτια της αργά. Το πρόσωπό της ήταν πάλι μουσκεμένο απ’ τα δάκρυα. Κάθονταν οι δυο τους στην άκρη στα σκαλοπάτια ενός παλιού ξενοδοχείου. Εκεί τους είπαν θα περιμένουν τον πατέρα τους που θα φθάσει με τις επόμενες βάρκες. ‘Έτσι τους φώναζε κι αυτός όταν η δική τους βάρκα ξεκίνησε μες στο σκοτάδι, δίχως εκείνον μέσα. Τους είπε πως θα τους πάνε σ’ ένα μέρος που δε θα κινδυνεύουν, πως όλα θα φτιάξουν και θα είναι πάλι όλοι μαζί. Τους είπε πως οι Έλληνες θα τους βοηθήσουν, πως βοηθάνε όλους τους πρόσφυγες. Η Μαριάμ μόλις κάθισαν στη βάρκα, γύρισε και ρώτησε την αδερφή της ‘’ εμείς είμαστε οι πρόσφυγες;’’

Μια ηλικιωμένη κυρία τις πλησιάζει. Κρατάει απ’ το χέρι ένα μικρό αγόρι που τους κοιτάει παράξενα. Στο βλέμμα της κυρίας γράφει πως λυπάται τα δυο κορίτσια. Κρατάει και μια σακούλα από το άλλο χέρι. Στέκονται μπροστά στην αδερφή της κι η κυρία απλώνει το χέρι και της δίνει τη σακούλα. Ο μικρός δεν ξεκολλάει τα μάτια του από πάνω της. Η Μαριάμ ντρέπεται επειδή είναι βουρκωμένη και κατεβάζει αμέσως τα δικά της στα βρώμικα πόδια της. Η Ραχέλ παίρνει τη σακούλα από την κυρία και της ψιθυρίζει ένα ‘’ευχαριστώ’’ Η κυρία γυρίζει να φύγει και τραβάει τον μικρό απ’ το χέρι. ‘’Τυρόπιτες και ψωμί…’’ της λέει χαρούμενη η αδερφή της ξετυλίγοντας το περιεχόμενο. Ο μικρός συνεχίζει να κοιτάει προς τα πίσω και να την καρφώνει με το βλέμμα του.

—Γιαγιά, εμείς δεν είμαστε πρόσφυγες ε; ρωτάει δυνατά την κυρία που τον συνοδεύει.

—Όχι αγόρι μου, δεν είμαστε… του απαντάει εκείνη σιγανά.

Έχουν σταθεί δυο μέτρα πιο κάτω και περιμένουν το φανάρι ν’ ανάψει για να ξεκινήσουν ξανά.

—Ούτε θα γίνουμε ποτέ; Την ξαναρωτάει με την ψιλή φωνούλα του.

Η γιαγιά γυρίζει και τον κοιτάζει τρυφερά χωρίς να του απαντήσει.

—Ούτε θα γίνουμε ποτέ; επιμένει ο μικρός υψώνοντας τον τόνο της φωνής του με αγωνία για μια απάντηση.

—Να μη δώσει ο Θεός παιδί μου… ψιθυρίζει η γυναίκα και τον τραβάει γρήγορα απ’ το χέρι για να περάσουν απέναντι.

Unless otherwise stated, the content of this page is licensed under Creative Commons Attribution-ShareAlike 3.0 License